Η ειδική έκθεση του Συνηγόρου του Πολίτη με τίτλο «Έσοδα Δήμων και Κράτος Δικαίου» παρουσιάστηκε στο Δημαρχείο Θεσσαλονίκης στο πλαίσιο σχετικής ημερίδας στην οποία συμμετείχαν εκπρόσωποι της Πολιτείας, της Δικαιοσύνης, της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, του Πανεπιστημιακού χώρου, και Δικηγορικών Συλλόγων.
Η έκθεση περιλαμβάνει υλικό που έτυχε πρώτης επεξεργασίας το 2014, υπό την καθοδήγηση της πρώην Συνηγόρου του Πολίτη, Καλλιόπης Σπανού, και επικαιροποιήθηκε, ενσωματώνοντας πρόσφατες ρυθμίσεις και εξελίξεις έως το τέλος του 2017, υπό την εποπτεία του Συνηγόρου του Πολίτη, Ανδρέα Ποττάκη, και της βοηθού Συνηγόρου, Ευανθίας Σαββίδη. Δείτε τα κύρια σημεία της Έκθεσης.
Όπως σκιαγραφείται ήδη από τον τίτλο της έκθεσης, τα έσοδα των Δήμων, ιδίως όσα προέρχονται απ’ ευθείας από τους δημότες, δεν είναι πάντα εναρμονισμένα με όσα προβλέπονται από ένα σύγχρονο Κράτος Δικαίου.
Όπως είπε στην ομιλία του ο Συνήγορος του Πολίτη Ανδρέας Ποττάκης, «Μέσα από ένα ιδιαιτέρως πλούσιο υλικό πλέον των 100.000 αναφορών με αντικείμενο την επιβολή και είσπραξη δημοτικών εσόδων που διερευνήθηκαν από το Συνήγορο του Πολίτη, αναδεικνύονται ζητήματα παραβίασης της νομιμότητας και των αρχών του φορολογικού δικαίου, ελλειμμάτων στην έγκαιρη και έγκυρη ενημέρωση των δημοτών σχετικά με τις υποχρεώσεις τους, σημαντικών καθυστερήσεων στη βεβαίωση και είσπραξη δημοτικών εσόδων, διαφοροποιήσεων, αδικαιολόγητων και ανεπίτρεπτων στην εφαρμογή της ισχύουσας κάθε φοράς νομοθεσίας μεταξύ δήμων κατά παράβαση της θεμελιώδους αρχής της ισότητας».
Ο ίδιος πρόσθεσε ότι η παρατεταμένη δημοσιονομική κρίση είναι σαφές πως πλήγωσε περισσότερο την Τοπική Αυτοδιοίκηση αλλά δεν οφείλονται όλες οι δυσλειτουργίες στις έκτακτες συνθήκες.
Οι λόγοι στους οποίους οφείλονται οι δυσλειτουργίες είναι ποικίλοι και ταυτίζονται εν πολλοίς με τους λόγους δυσλειτουργίας της υπόλοιπης δημόσιας διοίκησης, έχουν μάλιστα κατά καιρούς επισημανθεί από το Ελεγκτικό Συνέδριο, στο πλαίσιο του ασκούμενου δημοσιονομικού ελέγχου των δήμων από επιστημονικούς φορείς που δραστηριοποιούνται στην τοπική αυτοδιοίκηση, αλλά και από την ίδια την ΚΕΔΕ.
Ανέφερε επιγραμματικά:
– Ο πληθωρισμός των νομοθετικών διατάξεων που θεσπίζουν δημοτικά έσοδα σε συνδυασμό με την έλλειψη κωδικοποίησης της νομοθεσίας (η τελευταία έγινε το 1958 και συμπληρώθηκε το 1969 –ΝΔ318/69),
– Η αοριστία και οι ασάφειες των νομοθετικών διατάξεων, που οδηγούν σε ανεπίτρεπτη αναλογική εφαρμογή των φορολογικών διατάξεων που κατά γενική αρχή είναι στενά ερμηνευτέες.
– Η έλλειψη συστηματικής ερμηνείας της οικείας νομοθεσίας
– Η συχνά διαπιστούμενη απροθυμία έγκαιρης είσπραξης των εσόδων και οι πολύχρονες οικονομικές εκκρεμότητες που συνεπάγονται και αδυναμία εκπλήρωσης των δικών τους υποχρεώσεων
– Η ανεπαρκής στελέχωση, αλλά και επιμόρφωση, των οικονομικών υπηρεσιών
– Οι δυσχέρειες στην επικοινωνία με τους οφειλέτες του δήμου, αλλά και φαινόμενα διαφθοράς στο χώρο της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Όπως ανέφερε ο κ. Ποττάκης, «η παρατεινόμενη αυτή παθογένεια, δυστυχώς, παρακωλύει την αναμόρφωση του τοπικού φορολογικού συστήματος καθώς και κάθε εκσυγχρονιστικής πρωτοβουλίας, σε βάρος της οικονομικής αναβάθμισης και αυτοτέλειας των δήμων, αλλά και των αρχών της νομιμότητας, της ασφάλειας δικαίου, της ισότητας έναντι των φορολογικών βαρών, της προστατευόμενης εμπιστοσύνης των πολιτών καθώς και της χρηστής δημοσιονομικής διοίκησης.
Προσφάτως η Κεντρική Διοίκηση με τον Ν. 4483/2017 επέλυσε, πράγματι, μια σειρά από ζητήματα του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου. Πέραν των όποιων θετικών ρυθμίσεων, ωστόσο, θεωρούμε ότι είναι ώρα να ολοκληρωθεί η από το 1997 σχεδιασθείσα κωδικοποίηση της οικείας νομοθεσίας και να αποκατασταθούν οι άστοχες και ασαφείς διατάξεις του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου».
Χαρακτήρισε ως αναγκαίο, να ενδυναμωθεί το ανθρώπινο δυναμικό που στελεχώνει τις οικονομικές υπηρεσίες, τόσο με συστηματική επιμόρφωση, όσο και με τον εφοδιασμό του με επαρκή μηχανογραφικά και πληροφοριακά μέσα, που να εξασφαλίζουν την σύννομη και έγκαιρη επιβολή και παρακολούθηση των εσόδων τους.
Τόνισε ότι ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στους περιφερειακούς δήμους, οι οποίοι δεν διαθέτουν επαρκείς και κατάλληλα ενημερωμένες οικονομικές υπηρεσίες, με αποτέλεσμα να εμμένουν σε πράξεις προφανώς παράνομες και να απέχουν από τη διευθέτησή τους. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές κρίνονται αναγκαίες ενόψει και της γενικότερης υποχρέωσης της Πολιτείας που απορρέει τόσο από το Σύνταγμα όσο και από τον Ευρωπαϊκό Χάρτη Τοπικής Αυτοδιοίκησης (άρ. 9 παρ. 1 και 3) που επιτάσσει ότι οι δήμοι πρέπει να έχουν επαρκείς πόρους που θα τους διαθέτουν ελεύθερα για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους και ένα μέρος από αυτούς πρέπει να προέρχεται από τοπικούς φόρους και τέλη με ταυτόχρονη διασφάλιση της διαφάνειας κατά τη διαχείριση των πόρων αυτών.
Ο κ. Ποττάκης πρόσθεσε εμφατικά ότι « η κυριαρχικής φύσεως αρμοδιότητα των δήμων, στο πλαίσιο της οποίας δύνανται να επιβάλλουν τα διάφορα υποχρεωτικά ή δυνητικά ανταποδοτικά τέλη, για υπηρεσίες και τοπικά έργα της περιοχής τους, που συμβάλλουν στη βελτίωση της ποιότητας ζωής, της ανάπτυξης της περιοχής και στην καλύτερη εξυπηρέτηση των πολιτών, προϋποθέτει μεγάλη σύνεση στη λήψη των σχετικών αποφάσεων, πλήρη διαφάνεια και αιτιολόγηση, διότι τόσο η εμπειρία του Συνηγόρου του Πολίτη όσο και τα νομολογιακά δεδομένα έχουν αποδείξει ότι οι δήμοι, στο πεδίο αυτό, συστηματικά κινούνται εκτός νομιμότητας, γεγονός που έχει οδηγήσει στην ακύρωση των αποφάσεων που τα έχουν επιβάλλει».
Είναι γνωστό είπε ακόμη ότι έχουν κριθεί παράνομα
- τα τέλη β’ κατοικίας σε κατόχους εξοχικών κατοικιών του Ν. Χαλκιδικής,
- τα διάφορα πολιτιστικά τέλη που επεβλήθησαν στους δημότες για την πραγματοποίηση πολιτιστικών εκδηλώσεων,
- ή τα διάφορα περιβαλλοντικά τέλη που επιβλήθηκαν σε βάρος ιδιωτικών σχολείων, εμπορικών επιχειρήσεων, κλινικών, της ΔΕΗ κ.ά με σκοπό την παροχή έργων που ωφελούσαν αόριστο κύκλο προσώπων και όχι αυτούς που επιβαρύνθηκαν με τα τέλη.
Ο κ. Ποττάκης, επεσήμανε ακόμη, μια γενικότερη αρχή που διέπει κάθε διοικητική και συλλογική δομή και αφορά στην αξιοπιστία που αυτή εκπέμπει. Η απόδοση και τα αποτελέσματα της φορολογικής πολιτικής των δήμων εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την εμπιστοσύνη των πολιτών προς την τοπική αυτοδιοίκηση. Αυτή μπορεί να κερδηθεί μόνο εφόσον υπάρξει εξορθολογισμός της δράσης των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, χρηστή και διαφανής δημοσιονομική διαχείριση των οικονομικών πόρων τους καθώς και ίση φορολογική μεταχείριση των πολιτών, απέναντι στις τοπικού χαρακτήρα φορολογικές επιβαρύνσεις.
Χωρίς αλλαγή διοικητικής κουλτούρας είναι αμφίβολο κατά πόσο η τοπική αυτοδιοίκηση θα μπορέσει να ξεπεράσει τις θεσμικές και οικονομικές αδυναμίες της και θα καταφέρει να κάνει πραγματικότητα τις συνταγματικές απαιτήσεις της διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειάς της.