Την ανάγκη να ενισχυθεί ο δεύτερος βαθμός Τοπικής Αυτοδιοίκησης προκειμένου «να μην γίνεται έρμαιο μιας άτεγκτης και τυφλής γραφειοκρατίας, που αγνοεί τις ανάγκες των συμπολιτών μας» τόνισε η Περιφερειάρχης Αττικής, Ρένα Δούρου κατά την έναρξη των εργασιών του 5ου Τακτικού Συνεδρίου της Ένωσης Περιφερειών Ελλάδας με θέμα «Περιφερειακή Διακυβέρνηση: η Δύναμη των Περιφερειών, Δύναμη των Πολιτών».
Επισήμανε πως απαιτείται νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης σε δύο επίπεδα. ‘Αμεσα, έκδοση Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου προκειμένου να επιταχυνθούν οι διαδικασίες των έργων υποδομής, όπως είναι τα αντιπλημμυρικά. «Χρησιμοποιήθηκαν στο παρελθόν για να κοπούν μισθοί και συντάξεις. Για να απαξιωθεί η Πολιτική. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν σήμερα για να σωθούν ζωές αύριο. Για να δώσουμε νόημα στην πολιτική πράξη» σημείωσε χαρακτηριστικά. «Και δεύτερον, να αλλάξει το ευρύτερο νομοθετικό πλαίσιο για να αποσαφηνιστούν ρόλοι και αρμοδιότητες και για να πάψουν οι αλληλοεπικαλύψεις υπουργείων, δήμων, περιφερειών, για έναν δρόμο ή ένα ρέμα ή ένα αυθαίρετο», υπογράμμισε η περιφερειάρχης.
Επανέλαβε ότι για να καταστεί δυνατόν να αποκτήσει μια Περιφέρεια όπως π.χ. η Αττική μητροπολιτικό χαρακτήρα και να επιτελέσει την αποστολή της, η Περιφέρεια Αττικής «έχει έγκαιρα και τεκμηριωμένα καταθέσει συγκεκριμένες προτάσεις στον δημόσιο διάλογο ενόψει της Συνταγματικής αναθεώρησης και της εκκρεμούσας μεταρρύθμισης του Καλλικρατικού πλαισίου».
Η περιφερειάρχης χαρακτήρισε σπάνια ευκαιρία το γεγονός του συγχρονισμού ενός τακτικού συνέδριου με μια τόσο κρίσιμη συγκυρία, καθοριστικής σημασίας για το μέλλον της Περιφερειακής και Τοπικής Αυτοδιοίκησης. «Μια συγκυρία που μας εγκαλεί όλους μας, αιρετούς του πρώτου και του δεύτερου βαθμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης», τόνισε, αναπτύσσοντας τις απαιτούμενες δράσεις.
Σε θεσμικό επίπεδο, η σημερινή συγκυρία, ανέφερε η κ Δούρου, «μας εγκαλεί σε σχέση με ένα συλλογικό στοίχημα: να προωθήσουμε εκείνες τις κρίσιμες μεταρρυθμίσεις του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας μας, που μπορούν να καταστήσουν την Τοπική Αυτοδιοίκηση παράγοντα ενός νέου μοντέλου ανάπτυξης με έμφαση στην πραγματική αποκέντρωση. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις που είναι απαραίτητες δεν έχουν καν το άλλοθι των δημοσιονομικών περιοριστικών πολιτικών».
Παράλληλα, πρόσθεσε, μας εγκαλεί και σε ένα πρακτικό επίπεδο. «Αυτό της αποτελεσματικότητας, της αξιοπιστίας, της σοβαρότητας. Μακριά από τις κραυγές στα τηλεπαράθυρα και την εντυπωσιοθηρία».
Δήλωσε ότι στην Περιφέρεια Αττικής «έχουμε κάνει, από την πρώτη στιγμή που αναλάβαμε την Διοίκηση τις επιλογές μας. Επιλογές οι οποίες εστιάζονται στην εξυπηρέτηση όχι απλά των πολιτών, αλλά του δημοσίου συμφέροντος, που ειδικά «εμείς οι αιρετοί οφείλουμε να το υπηρετούμε χωρίς να υπακούμε στα κελεύσματα των ψηφοφόρων ορισμένοι εκ των οποίων, θεωρούν ότι όπως μας βαρούν τον ταμπουρά, πρέπει να χορεύουμε».
Χωρίς δηλαδή, πρόσθεσε, να εφαρμόζουμε α λα καρτ το δημόσιο συμφέρον, το οποίο είναι ενιαίο και αδιαπραγμάτευτο. «Γιατί πόσες καταπατήσεις, αυθαιρεσίες, μπαζώματα ρεμάτων, δεν έχουν γίνει νόμιμα για την εξυπηρέτηση ιδιωτικών μικροσυμφερόντων»;
Πόσοι και πόσοι αιρετοί, συνέχισε, « δεν ευθυγραμμίστηκαν με απόψεις “επιτροπών κατοίκων”, όψιμα ευαισθητοποιημένων για τάδε ή το δείνα θέμα, περιβαλλοντικού, πολεοδομικού, ή άλλου είδους περιεχομένου; Όπου αυτή η “ελαστική” ερμηνεία του δημόσιου συμφέροντος βόλεψε και βολεύει εδώ και πολλές δεκαετίες πολίτες και αιρετούς. Και δυστυχώς αυτές τις περιπτώσεις τις συναντάμε όχι μόνο στην Αττική, αλλά σε όλη τη χώρα. Δείγματα μιας επικίνδυνης αντίληψης που υπονομεύει τη Δημοκρατία. Αυτή η κατάσταση, τόνισε, μπορεί να αντιμετωπιστεί με «μια δυναμική Συμμαχία όλων μας για το παρόν και το μέλλον της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Μιας Αυτοδιοίκησης σύγχρονης, διεκδικητικής, αποτελεσματικής που οικοδομεί γέφυρες επικοινωνίας αλλά και ελέγχου και κριτικής τόσο με την κεντρική εξουσία όσο και με τις τοπικές εξουσίες. Μιας Αυτοδιοίκησης που ελέγχει πρώτα από όλα τον ίδιο της τον εαυτό και που δεν διστάζει να αναλάβει την ευθύνη, όταν αυτό επιβάλλεται από τα γεγονότα».