Στη διαπίστωση ότι υπάρχουν νομοθετικά κενά σχετικά με τα δικαιώματα όσων απασχολούνται σε προγράμματα κοινοφελούς χαρακτήρα προέβη ο Συνήγορος του Πολίτη. Τα προβλήματα εντοπίζονται κυρίως σε περιπτώσεις εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων.
Ειδικότερα ο Συνήγορος του Πολίτη διερεύνησε αναφορές πολιτών που προσελήφθησαν από Οργανισµούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) στο πλαίσιο προγραµµάτων κοινωφελούς χαρακτήρα βάσει του ν. 4152/2013, σχετικά µε τα ασφαλιστικά και εργασιακά τους δικαιώµατα. Τα ζητήµατα που ετέθησαν από τις αναφορές αφορούν την ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας, την άδεια ασθενείας και τη χορήγηση επιδόµατος ασθενείας, ιδίως µετά από εργατικό ατύχηµα, την εφαρµογή των διατάξεων περί προστασίας της µητρότητας, καθώς και το δικαίωµα λήψης κανονικής άδειας.
Ο Συνήγορος του Πολίτη επισήµανε ότι η µη αναγνώριση στους εργαζοµένους αυτούς δικαιωµάτων όπως η ετήσια άδεια µετ’ αποδοχών, η προστασία της µητρότητας και οι διευκολύνσεις εργαζοµένων µε οικογενειακές υποχρεώσεις, ή η προστασία θυµάτων εργατικών ατυχηµάτων, συνιστά παραβίαση κανόνων της Χάρτας Θεµελιωδών ∆ικαιωµάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του παράγωγου ενωσιακού δικαίου, ενώ προσκρούει και σε κανόνες του διεθνούς δικαίου που έχει κυρώσει η Ελλάδα. Περαιτέρω, η Αρχή σηµείωσε ότι από την ισχύουσα νοµοθεσία προκύπτουν κενά προστασίας των εργαζοµένων ως προς την ασφαλιστική τους κάλυψη λόγω ασθενείας ή ατυχήµατος, αλλά και ως προς την παροχή του µισθού κατά τον χρόνο που η µη παροχή εργασίας οφείλεται σε ασθένεια ή σε κυοφορία/λοχεία, δηλαδή σε ανυπαίτιο κώλυµα. Τα κενά αυτά οφείλονται στο γεγονός ότι η ισχύουσα νοµοθεσία, η οποία διαµορφώθηκε σε εποχές κατά τις οποίες τόσο η διάρκεια, όσο και τα ποσοστά της ανεργίας ήταν πολύ µικρότερα, θέτει ως προϋπόθεση για την διατήρηση του δικαιώµατος στον µισθό ή για την έναρξη της ασφαλιστικής κάλυψης ασθενείας, να έχει διανυθεί ένας ελάχιστος χρόνος παροχής εργασίας ή/και ασφάλισης. Υπό τις σηµερινές συνθήκες µαζικής ανεργίας και µάλιστα µεγάλης διάρκειας, οι προϋποθέσεις θεµελίωσης των εν λόγω δικαιωµάτων βρίσκονται σε δυσαρµονία µε την πραγµατικότητα της αγοράς εργασίας και οδηγούν τους εργαζοµένους σε στέρηση οποιασδήποτε κάλυψης στις περιπτώσεις που δεν έχει παρέλθει ο προβλεπόµενος χρόνος πραγµατικής εργασίας και ασφάλισης.