Ξεκινούν οι συνομιλίες για τον σχηματισμό τρικομματικής τοπικής κυβέρνησης στο Βερολίνο. Μετά τις διερευνητικές συνομιλίες του σοσιαλδημοκράτη επικεφαλής της τοπικής κυβέρνησης και (δημάρχου της πρωτεύουσας) Μίχαελ Μίλερ με την Αριστερά (Die Linke) και τους Πράσινους (Gruene), διαπιστώθηκε η κοινή τους βούληση να προχωρήσουν, σύμφωνα με δημοσίευμα της Frankfurter Allgemeine Zeitung.
Έτσι μέχρι τα μέσα της επόμενης εβδομάδας αναμένεται ότι τα κομματικά όργανα θα έχουν αποφασίσει. Παραμένουν βέβαια ακόμα ορισμένα θέματα ανοικτά, κυρίως δημοσιονομικά, όπως έκαναν σαφές ο Μίλερ, ο επικεφαλής της Αριστεράς Κλάους Λέντερερ και των Πρασίνων Ντάνιελ Βέζενερ, στα οποία έχουν μια διαφορετική προσέγγιση, αλλά και τα τρία κόμματα έχουν επίγνωση του εύρους των προβλημάτων του Βερολίνου τα οποία πρέπει να επιλύσουν.
Ο Λέντερερ μίλησε για “διαδρόμους”, οι οποίοι δείχνουν το δρόμο της συμφωνίας. “Χρειαζόμαστε μια ιδέα, ένα σχέδιο για να βελτιώσουμε τους όρους ζωής των πολιτών”, όπως δήλωσε μετά τις συνομιλίες. Ένα αποφασιστικό σημείο για την Αριστερά είναι επιπλέον οι διαδικασίες των αποφάσεων με περισσότερη διαφάνεια στον τρόπο δουλειάς της κυβέρνησης και τη συμμετοχή των κομμάτων και των κοινοβουλευτικών ομάδων. Ο πράσινος Βέζενερ αρκέστηκε να δηλώσει ότι επρόκειτο “για πολύ καλές συνομιλίες “. Ο σοσιαλδημοκράτης Μίλερ είχε εκφράσει ήδη προ των εκλογών την προτίμησή του να συνεργαστεί μετεκλογικά μαζί τους αντί των χριστιανοδημοκρατών. Το εκλογικό αποτέλεσμα της περασμένης Κυριακής επισφράγισε απλώς τη τέλος του συνασπισμού χριστιανοδημοκρατών-σοσιαλδημοκρατών (CDU-SPD).
Μετά τη Θουριγγία, το Βερολίνο θα έχει τη δεύτερη τρικομματική κυβέρνηση με αυτή τη σύνθεση με τη διαφορά ότι στην πρώτη ο πρωθυπουργός Μπόντο Ράμελοφ προέρχεται από την Αριστερά. Στο Βερολίνο ο σοσιαλδημοκράτης Μίχαελ Μίλερ θα παραμείνει την θέση του, διότι το SPD, παρά τις απώλειες, παραμένει πρώτο κόμμα στην γερμανική πρωτεύουσα με 21,6%. Η Αριστερά κατέλαβε την τρίτη θέση με 15,6%, οι Πράσινοι ήλθαν τέταρτοι με 15,2%, ενώ οι δεύτεροι χριστιανοδημοκράτες έλαβαν μόλις 17,6%, δηλαδή το ιστορικά χαμηλότερο ποσοστό τους. Αριθμητικά και μόνο δεν ήταν πλέον δυνατόν να επαναληφθεί ο δικομματικός συνασπισμός SPD-CDU.