Του Θωμά Μαλούτα,
αντιπροέδρου του ΕΚΚΕ, διευθυντή του Ινστιτούτου Αστικής και Αγροτικής Κοινωνιολογίας, καθηγητή στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο
«Με δεδομένα τα αντιφατικά συμφέροντα που συνθέτουν το συνολικό πρόβλημα του κέντρου η λύση του, σε τελική ανάλυση, δεν μπορεί παρά να είναι πολιτική και οι παρεμβάσεις της πολιτείας θα κριθούν αναφορικά όχι μόνο με την αποτελεσματικότητά τους, αλλά και σε σχέση με τις συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες και αξίες τις οποίες θα υπηρετήσουν».
Το κέντρο της Αθήνας προκαλεί τα τελευταία χρόνια έντονο δημοσιογραφικό ενδιαφέρον, ενώ τα προβλήματά του καταλαμβάνουν πλέον υψηλή θέση στην πολιτική ημερήσια διάταξη. Προβάλλεται, συνήθως, ως ένα αξεδιάλυτο κουβάρι αστέγων, παράνομων μεταναστών, εμπορίου και χρήσης ναρκωτικών ουσιών και αυξανόμενης εγκληματικότητας που δυσκολεύουν την καθημερινή ζωή των υπόλοιπων κατοίκων και δρουν ανασχετικά για την ανάπτυξη του εμπορίου και των τοπικών υπηρεσιών ψυχαγωγίας, πολιτισμού και τουρισμού.
Η εικόνα των προβλημάτων –η οποία εστιάζει αποκλειστικά και υπερτονίζει μια ομολογουμένως προβληματική πραγματικότητα με άτοπους χαρακτηρισμούς όπως «γκέτο» ή «άβατο»– συνοδεύεται από διαπιστώσεις περί ελλιπούς αστυνόμευσης, οδηγώντας στο συμπέρασμα ότι μέρος του προβλήματος –αν όχι λύση του– θα ήταν η εντατικοποίησή της.
Τα κέντρα πολλών πόλεων χαρακτηρίζονται εδώ και δεκαετίες από ανάλογα και συχνά από πολύ χειρότερα προβλήματα. Το κέντρο της Αθήνας, συνεπώς, δεν αποτελεί εξαίρεση. Τα πλέον οξυμένα προβλήματα ανάλογης υφής απαντώνται στα κέντρα των μεγάλων αμερικανικών πόλεων. Η διακοπή σημαντικών προγραμμάτων κοινωνικής κατοικίας και η μαζική αποασυλοποίηση, σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες περικοπές σε κοινωνικές παροχές προς τις κοινωνικά ασθενέστερες ομάδες, οδήγησαν στην υποβάθμιση των συνθηκών ζωής τους και στη μεγάλη διόγκωση του αριθμού των αστέγων. Με δεδομένο ότι στο αγγλοαμερικανικό πρότυπο κοινωνικής δομής των πόλεων οι φτωχοί μένουν συνήθως στο κέντρο και οι πλούσιοι στα προάστια, η νεοφιλελεύθερη πολιτική περικοπής των κοινωνικών παροχών οδήγησε άμεσα σε όξυνση των προβλημάτων στα κέντρα των πόλεων. Στις ευρωπαϊκές πόλεις τα σχετικά φαινόμενα είναι υπαρκτά, αλλά πολύ λιγότερο οξυμένα, κυρίως λόγω της μικρότερης συρρίκνωσης των προνοιακών παροχών και της μεγαλύτερης συγκέντρωσης των εργατικών στρωμάτων σε περιφερειακές περιοχές κατοικίας.
Η αντιπαροχή οδηγεί στην «απρογραμμάτιστη πυκνοδόμηση» του κέντρου
Στην Ελλάδα τα προβλήματα του κέντρου της πρωτεύουσας δεν οφείλονται κυρίως στην περικοπή κοινωνικών παροχών, οι οποίες, άλλωστε, δεν είχαν αναπτυχθεί ποτέ σε σημαντικό βαθμό. Ειδικότερα, δε, παροχές με έντονες κοινωνικο-χωρικές επιπτώσεις σε άλλες χώρες –όπως η ενοικιαζόμενη κοινωνική κατοικία– δεν αναπτύχθηκαν ποτέ στην Ελλάδα. Το κέντρο της Αθήνας υπήρξε παραδοσιακά χώρος κατοικίας των υψηλών και μεσαίων στρωμάτων της πόλης, ακολουθώντας το πρότυπο των περισσότερων πόλεων πέραν του αγγλόφωνου κόσμου. Η κατάσταση αυτή άρχισε να αντιστρέφεται από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 ως αποτέλεσμα της απρογραμμάτιστης πυκνοδόμησής του με το σύστημα της αντιπαροχής. Οι συνθήκες διαβίωσης των κατοίκων του κέντρου επιδεινώθηκε από τη ραγδαία αύξηση του αριθμού των ιδιωτικών αυτοκινήτων χωρίς την ανάλογη υποδομή και από τη συνεπακόλουθη ατμοσφαιρική ρύπανση, η οποία προστέθηκε στην επιβαρυμένη κυκλοφορία, τις δυσκολίες στάθμευσης κ.λπ. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και μέχρι σήμερα τα υψηλότερα και μεσαία στρώματα μετακινούνται σταδιακά και σταθερά προς τα βορειοανατολικά και τα νότια προάστια, αναδιαμορφώνοντας τον κοινωνικό χάρτη της πόλης.
Μετά το ’90 αρχίζει η εθνοφυλετική μεταβολή του κέντρου
Με τον ίδιο απρογραμμάτιστο τρόπο που πυκνοδομήθηκε το κέντρο της πόλης κατά τις δεκαετίες του 1960 και 1970 άρχισε και να εγκαταλείπεται από τα κοινωνικά εκείνα στρώματα που, σε μεγάλο βαθμό, επωφελήθηκαν από την υπέρμετρη οικοδόμησή του. Η υποβάθμιση του κέντρου της πόλης πήρε, κυρίως, τη μορφή της υποβάθμισης σημαντικού τμήματος του οικιστικού αποθέματος στις πλέον πυκνοδομημένες περιοχές του. Τις σημαντικότερες συνέπειες υπέστησαν τα διαμερίσματα στους χαμηλότερους ορόφους των πολυκατοικιών της αντιπαροχής. Η υποβάθμιση αυτή οδήγησε σε αυξανόμενη δυσκολία εκμετάλλευσης των σχετικών ακινήτων και στη σταδιακή υποτίμηση της αξίας τους σε σχέση με τις τιμές ακινήτων σε άλλες περιοχές της πόλης. Η διαδικασία αυτή οδήγησε σε σχετική συρρίκνωση του πληθυσμού στο ευρύτερο κέντρο της πόλης και σε σταδιακή αλλαγή της κοινωνικής του φυσιογνωμίας. Από την αρχή της δεκαετίας του 1990 άρχισε να μεταβάλλεται επιπλέον η εθνοφυλετική φυσιογνωμία του κέντρου, καθώς οι σχετικώς χαμηλές τιμές ενοικίου κατέστησαν το υποβαθμισμένο αυτό οικιστικό απόθεμα προνομιακό τόπο εγκατάστασης των μεταναστών, δεδομένου ότι δεν υπήρχε άλλη προσιτή στεγαστική διέξοδος και η μεταναστευτική πολιτική συνίστατο σ’ ένα γενικό laissez-faire που αφορούσε και το ζήτημα της στέγασής τους.
Τη σταδιακή μείωση του αριθμού των κατοίκων του ευρύτερου κέντρου και την αλλαγή της κοινωνικής και εθνοφυλετικής τους φυσιογνωμίας συμπλήρωσαν άλλες μεταβολές, οι οποίες αποδυνάμωσαν περαιτέρω την οικονομική και άλλη ζωτικότητά του και τη σχετική του θέση στο σύνολο της πόλης. Η κρίση μικροπαραγωγικών δραστηριοτήτων, που ήταν παραδοσιακά συγκεντρωμένες σε ορισμένες περιοχές του κέντρου, η για μια ακόμη φορά απρογραμμάτιστη μετακίνηση σημαντικών επιχειρηματικών μονάδων κατά μήκος μεγάλων οδικών αξόνων, η αναδιάρθρωση του λιανικού εμπορίου, όπως και η αποκέντρωση σημαντικών δημόσιων υπηρεσιών επέφεραν σειρά αρνητικών επιπτώσεων λόγω του περιορισμού των οικονομικών δραστηριοτήτων και της εγκατάλειψης μικρότερων ή μεγαλύτερων τμημάτων του οικιστικού ιστού.
Από τη δεκαετία του ’70 καταβάλλονται ατελέσφορες προσπάθειες αναβάθμισης του κέντρου
Οι πολιτικές οι οποίες εφαρμόστηκαν στο κέντρο της Αθήνας από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 δεν κατάφεραν να αντιστρέψουν τη διαδικασία υποβάθμισης. Είχαν κυρίως κανονιστικό-πολεοδομικό χαρακτήρα και επικεντρώθηκαν σε πεζοδρομήσεις, επανακαθορισμό των χρήσεων γης, ανακήρυξη διατηρητέων και ανανέωση του αστικού εξοπλισμού. Σε μια πρώιμη φάση στις αρχές της δεκαετίας του 1980 η ανάπλαση της Πλάκας είχε αρκετά θεαματικά αποτελέσματα. Μετά την παρέλευση δεκαπέντε σχεδόν χρόνων απραξίας οι παρεμβάσεις απέκτησαν μια σημαντική δυναμική κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας και της διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, οπότε και αναπλάστηκε ένα σημαντικό μέρος του ιστορικού κέντρου. Αναδείχθηκαν ορισμένες από τις δυνατότητες ανάπτυξης, αξιοποίησης και επένδυσης στο κέντρο και δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι το κέντρο μπορεί να «αναγεννηθεί» και να αποτελέσει πόλο έλξης για επισκέπτες-τουρίστες, αλλά και για νέους κατοίκους. Ωστόσο, οι θετικές συνέπειες της εφαρμοζόμενης πολιτικής ακυρώθηκαν από τις αντιφάσεις της, καθώς οι παρεμβάσεις ποτέ δεν άγγιξαν τον κοινωνικό χαρακτήρα των προβλημάτων, πυροδότησαν κερδοσκοπία στις αγορές ακινήτων και αναψυχής, την οποία ουδέποτε επιχείρησαν να ελέγξουν και, τέλος, επικεντρώθηκαν στις τουριστικές περιοχές του ιστορικού κέντρου, αφήνοντας έξω από τους σχεδιασμούς τις πυκνοδομημένες περιοχές της αντιπαροχής. Τελικώς, οι επενδύσεις που έγιναν την περίοδο πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες είτε σε ξενοδοχειακές και άλλες μονάδες είτε σε μετακίνηση της κατοικίας στο κέντρο από μεμονωμένα νοικοκυριά δεν μπόρεσαν ν’ αλλάξουν το κλίμα, το οποίο μοιάζει να έχει επιδεινωθεί με την οικονομική κρίση.
Η συγκέντρωση μεταναστών αποτελεί γενεσιουργό αιτία των υπόλοιπων προβλημάτων
Ο δημόσιος διάλογος σήμερα κυριαρχείται σε μεγάλο βαθμό από το λόγο περί «κατάντιας» του κεντρικότερου –και συμβολικά φορτισμένου– χώρου της πόλης, ο οποίος θα μπορούσε να αποτελεί στοιχείο έλξης και πλουτοπαραγωγικό πόρο. Επιπλέον, διατυπώνονται αιτιάσεις περί ανομίας, εγκληματικότητας και ανασφάλειας, στοιχεία τα οποία προβληματίζουν τους υφιστάμενους κατοίκους και αποτρέπουν την εισροή νέων κατοίκων στο κέντρο. Ο λόγος αυτός απλουστεύει το πρόβλημα, επικεντρώνοντας σε μία από τις εκφάνσεις του, δηλαδή στη συγκέντρωση (παράνομων) μεταναστών, η οποία καθίσταται ρητά ή, συνήθως, υπονοείται ως γενεσιουργός αιτία των υπόλοιπων προβλημάτων (εγκληματικότητα, απωθητική εικόνα κ.λπ.). Στο βαθμό που η εικόνα αυτή γίνεται κυρίαρχη απλουστεύεται και η ενδεδειγμένη λύση: περισσότερη αστυνόμευση και απομάκρυνση των μεταναστών και άλλων ομάδων, η παρουσία των οποίων δεν συνάδει με την αναβάθμιση.
Τα προβλήματα του κέντρου είναι κοινωνικά και όχι χωρικά
Τα προβλήματα στο κέντρο της Αθήνας είναι αρκετά και σημαντικά. Πρώτα από όλα, όμως, πρόκειται για προβλήματα κοινωνικά και όχι χωρικά. Τα κέντρα των πόλεων δεν έχουν κάτι ιδιαίτερο που μοιραία γεννά προβλήματα. Εχουν, ενδεχομένως, ορισμένα χαρακτηριστικά που ευνοούν τη συγκέντρωση και αυξάνουν την ορατότητα προβλημάτων που ήδη υφίστανται. Αυτό σημαίνει ότι και οι λύσεις των προβλημάτων δεν μπορούν να είναι αποτελεσματικές αν αγνοούν την πραγματική τους υφή.
Παράλληλα, οι λόγοι που επενδύουν την ανάδειξη των προβλημάτων και των προτεινόμενων λύσεων δεν εμφορούνται κατ’ ανάγκην από την αίσθηση του δημοσίου συμφέροντος, αλλά από το ειδικότερο συμφέρον μικρότερων ή μεγαλύτερων κοινωνικών ομάδων, ευρύτερων επιχειρηματικών ομάδων ή συγκεκριμένων επιχειρηματικών ομίλων, επιστημονικών φορέων, ενώσεων που συνδέονται με πολιτιστικές επιδιώξεις κ.λπ. και φέρουν, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, κάποιο πολιτικό και ιδεολογικό αποτύπωμα.
Οι λύσεις –μερικές ή συνολικότερες– εγγράφονται στο φάσμα που ξεκινά από την αντίληψη του προβλήματος ως πρωταρχικά κοινωνικού και εκτιμά την κάθε προτεινόμενη παρέμβαση πρώτα από όλα με βάση τις κοινωνικές της επιπτώσεις. Στο άλλο άκρο τοποθετούνται οι κοινωνικά κυνικές λύσεις, που αντιμετωπίζουν το κέντρο ως αναξιοποίητο οικονομικό πόρο και απλώς μετατοπίζουν τα υφιστάμενα προβλήματα σε άλλες περιοχές. Ετσι, τα παραγνωρίζουν ή δέχονται ότι μπορούν να παραμένουν δυσεπίλυτα κάπου αλλού, χωρίς να εμποδίζουν την αξιοποίηση του κέντρου. Με δεδομένα τα αντιφατικά συμφέροντα που συνθέτουν το συνολικό πρόβλημα του κέντρου η λύση του, σε τελική ανάλυση, δεν μπορεί παρά να είναι πολιτική και οι παρεμβάσεις της πολιτείας θα κριθούν αναφορικά όχι μόνο με την αποτελεσματικότητά τους, αλλά και σε σχέση με τις συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες και αξίες τις οποίες θα υπηρετήσουν.
Σ.Σ. Το άρθρο βασίζεται στο κείμενο το οποίο συντάχθηκε ως πλαίσιο για το σεμινάριο με θέμα το κέντρο της Αθήνας, το οποίο διοργανώθηκε από το Ινστιτούτο Αστικής και Αγροτικής Κοινωνιολογίας του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών την άνοιξη του 2011.