«Σύσταση ενιαίας Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων και Κεντρικού Ηλεκτρονικού Μητρώου Δημοσίων Συμβάσεων – Αντικατάσταση του έκτου κεφαλαίου του ν. 3588/2007 (πτωχευτικός κώδικας) – Προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης και άλλες διατάξεις»
Της Ντορέττας Αλεξίου, δικηγόρου στη Νομική Υπηρεσία ΚΕΔΕ
Με τον νόμο αυτό ΕΝΙΑΙΑ ΑΡΧΗ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ αυτό προβλέπεται:
- Σύσταση Ενιαίας Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων, η οποία έχει σκοπό την ανάπτυξη και προαγωγή της εθνικής στρατηγικής, πολιτικής και δράσης στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, τη διασφάλιση της διαφάνειας, αποτελεσματικότητας, συνοχής και εναρμόνισης των διαδικασιών ανάθεσης και εκτέλεσης των δημοσίων συμβάσεων προς το εθνικό και ευρωπαϊκό δίκαιο, τη διαρκή βελτίωση του νομικού πλαισίου των δημοσίων συμβάσεων, καθώς και τον έλεγχο της τήρησης του από τα δημόσια όργανα και τις αναθέτουσες αρχές. Η Αρχή απολαύει λειτουργικής ανεξαρτησίας, διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας και δεν υπόκειται σε έλεγχο ή εποπτεία από κυβερνητικά όργανα ή άλλη ανεξάρτητη ή διοικητική αρχή. Η Αρχή υπόκειται στον έλεγχο της Βουλής των Ελλήνων σύμφωνα με το άρθρο 138Α του Κανονισμού της Βουλής.
Πρωταρχικός σκοπός του νόμου αυτού είναι να παύσει ο κατακερματισμός της εθνικής νομοθεσίας για τις δημόσιες συμβάσεις και να διευκολυνθεί η ανάπτυξη της αγοράς μέσω ενός σαφούς πλαισίου κανόνων δικαίου και μέσω της ενοποίησης της διαγωνιστικής πρακτικής των αναθετουσών αρχών. Η ανάγκη αντιμετώπισης του υπάρχοντος διεσπαρμένου νομικού πλαισίου επιτείνεται από τη συνεχή προσπάθεια και τάση των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για περαιτέρω απλούστευση και ενοποίηση των κανόνων της ευρωπαϊκής νομοθεσίας που αφορά τις δημόσιες συμβάσεις. Στο πεδίο της αναμόρφωσης και του εξορθολογισμού του συστήματος των δημοσίων συμβάσεων χρειάζεται η ουσιαστική συνδρομή και συμβολή της Ενιαίας Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων, η οποία θα επιβλέπει και θα διασφαλίζει ότι τα αρμόδια δημόσια όργανα και οι αναθέτουσες αρχές εφαρμόζουν μία ενιαία προσέγγιση κατά τη διαδικασία ανάθεσης και εκτέλεσης των δημοσίων συμβάσεων, καθώς και κατά τα στάδια του προσυμβατικού και μετασυμβατικού ελέγχου σύμφωνα με τους κανόνες και τις αρχές της ευρωπαϊκής νομοθεσίας.
Επιπλέον, οι νομοθετικές αλλαγές σε επίπεδο ευρωπαϊκής νομοθεσίας με την πρόβλεψη νέων τρόπων ανάθεσης (πχ. ανταγωνιστικός διάλογος) ή νέων μέσων υποστήριξης της διαδικασίας ανάθεσης μίας δημόσιας σύμβασης (πχ. ηλεκτρονικοί διαγωνισμοί) επιτείνουν την ανάγκη άσκησης αποτελεσματικής παρακολούθησης και εποπτείας επί των διαδικασιών ανάθεσης και εκτέλεσης των δημοσίων συμβάσεων με σκοπό
α) τον συντονισμό της εθνικής στρατηγικής στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων,
β) τον έλεγχο τήρησης των κανόνων και αρχών της ευρωπαϊκής και εθνικής νομοθεσίας περί δημοσίων συμβάσεων και
γ) τη διατύπωση προτάσεων προς τα αρμόδια εθνικά όργανα για την προσήκουσα εναρμόνιση της εθνικής έννομης τάξης προς την ευρωπαϊκή νομοθεσία, καθώς και για την απλούστευση, συμπλήρωση, αναμόρφωση, κωδικοποίηση και ενοποίηση των σχετικών νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων. Η Αρχή κρίθηκε ότι θα συμβάλει στην αποτελεσματική αντιμετώπιση όλων των θεμάτων των δημοσίων συμβάσεων την υιοθέτηση θεσμικών λύσεων, αλλά και την ενδυνάμωση των δομών συμβουλευτικής υποστήριξης με τη δημιουργία ενός ισχυρού μηχανισμού συντονισμού και εποπτείας.[1]
Για την εφαρμογή του νόμου ως δημόσιες συμβάσεις νοούνται οι δημόσιες συμβάσεις που έχουν ως αντικείμενο:
α) την εκτέλεση έργων,
β) την προμήθεια προϊόντων και
γ) την παροχή υπηρεσιών,κατά την έννοια των προεδρικών διαταγμάτων 59/2007 (Α` 63) και 60/2007 (Α` 64) (Οδηγίες 2004/17/ΕΚ και 2004/18/ΕΚ αντίστοιχα) ανεξαρτήτως όμως της εκτιμώμενης αξίας των συμβάσεων αυτών, δηλαδή ο νόμος ισχύει ανεξαρτήτως προϋπολογισμού της σύμβασης και όχι για συμβάσεις που καλύπτονται από τη κοινοτική νομοθεσία.
Στον νόμο αυτόν υπάγονται και οι συμφωνίες – πλαίσιο, οι συμβάσεις παραχώρησης δημοσίων έργων, καθώς και τα δυναμικά συστήματα αγορών.
Η Αρχή αυτή – μεταξύ των άλλων αρμοδιοτήτων της[2] – εποπτεύει και συντονίζει τη δράση των φορέων της κεντρικής διοίκησης στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων και μπορεί να συμμετέχει σε συλλογικά κυβερνητικά όργανα με αρμοδιότητα επί των δημοσίων συμβάσεων. Στα πλαίσια αυτά τα αρμόδια όργανα της κεντρικής, περιφερειακής και τοπικής αυτοδιοίκησης προγραμματίζουν τις ανάγκες τους σχετικά με την εκτέλεση έργων, μίσθωση υπηρεσιών και προμήθεια αγαθών για το επόμενο έτος και διαβιβάζουν σχετικό πίνακα στην Αρχή για ενημέρωση της.
Οι αποφάσεις των αναθετουσών Αρχών που αφορούν προσφυγή στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης (με ή χωρίς προκήρυξη) για την ανάθεση των δημοσίων συμβάσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 3 του π.δ. 59/2007 και των άρθρων 24 και 25 του π.δ. 60/2007, εξαιρουμένων των περιπτώσεων ανωτέρας βίας, εκδίδονται μετά από σύμφωνη γνώμη της Αρχής. Η εν λόγω αρμοδιότητα ασκείται μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την περιέλευση του σχεδίου απόφασης στην Αρχή, συνοδευόμενου από όλα τα στοιχεία στα οποία θεμελιώνεται, κατά περίπτωση, η προσφυγή στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης, με μέριμνα της Αναθέτουσας Αρχής. Με την άπρακτη παρέλευση της ως άνω προθεσμίας τεκμαίρεται η σύμφωνη γνώμη της Αρχής.
Η Αρχή εκδίδει πρότυπα τεύχη δημοπράτησης και σχέδια συμβάσεων μετά από διαβούλευση με τους κατά περίπτωση αρμόδιους δημόσιους φορείς. Διατάξεις νόμων που εξουσιοδοτούν άλλα όργανα για την έκδοση πρότυπων τευχών παύουν να ισχύουν από το χρόνο που θα ορισθεί με τον Κανονισμό του άρθρου 7 του νόμου, δηλαδή τον Κανονισμό που εκδίδεται με προεδρικό διάταγμα, με πρόταση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και μετά από γνώμη της Αρχής, με τον οποίο καθορίζονται τα ειδικότερα θέματα λειτουργίας της Αρχής. Πρότυπα τεύχη δεσμευτικού χαρακτήρα που τυχόν έχουν εκδοθεί κατ` εξουσιοδότηση ήδη ισχυουσών διατάξεων, εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι την έκδοση νέων προτύπων από την Αρχή.
Η Αρχή διαμορφώνει επίσης κανόνες για την τυποποίηση των τεχνικών προδιαγραφών σε συνεργασία με τους αρμόδιους φορείς και ελέγχει την εναρμόνιση αυτών με τις γενικές αρχές του εθνικού και κοινοτικού δικαίου.
Ασκεί δειγματοληπτικούς ελέγχους, αναζητώντας αυτεπαγγέλτως πληροφορίες και στοιχεία σχετικά με τις εν εξελίξει διαδικασίες προκήρυξης, ανάθεσης και εκτέλεσης δημοσίων συμβάσεων από τις αναθέτουσες αρχές και τους εμπλεκόμενους δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς.
Τα αρμόδια δημόσια όργανα και οι αναθέτουσες αρχές οφείλουν να συνεργάζονται με την Αρχή, να παρέχουν σε αυτήν κάθε αναγκαία ή απαραίτητη σχετική πληροφορία και να συμμορφώνονται προς τις υποδείξεις της.
Αν διαπιστωθεί από την Αρχή παραβίαση του εθνικού ή του ευρωπαϊκού δικαίου επί των δημοσίων συμβάσεων, η πρόοδος των διαδικασιών προκήρυξης, ανάθεσης και εκτέλεσης δημοσίων συμβάσεων που αποτέλεσαν αντικείμενο έρευνας από την Αρχή διακόπτεται με σχετική απόφαση της και δεν μπορεί να συνεχιστεί χωρίς απόφαση της που να παρέχει την έγγραφη συναίνεση της για την πρόοδο της σχετικής διαδικασίας.
Η Αρχή αποτελείται από επτά (7) τακτικά μέλη και ισάριθμα αναπληρωματικά. Τα μέλη της Αρχής επιλέγονται από τη Βουλή κατ` ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 101Α παρ. 2 του Συντάγματος, διορίζονται δε με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας ύστερα από γνώμη της επιτροπής θεσμών και διαφάνειας της Βουλής.[3]
Επίσης:
- Στον άρθρο 15 του ίδιου νόμου ρυθμίζονται θέματα εμπορικών μισθώσεων και ειδικότερα:
Συνιστώνται Επιτροπές Διακανονισμού[4] για τις Εμπορικές Μισθώσεις, ως εξωδικαστικό όργανο επίλυσης διαφορών, που αφορούν την αναπροσαρμογή του μισθώματος των εμπορικών μισθώσεων του π.δ. 34/1995 (Α` 30). Στις Επιτροπές υπάγονται όλες οι μισθώσεις ακόμα και αυτές που εξαιρούνται από το άρθρο 4 του παραπάνω προεδρικού διατάγματος.
Δεν υπάγονται οι περιπτώσεις α`, β`, ιγ`, ιε`, ιστ` και ιθ` της παραγράφου 1 του άρθρου 4, μεταξύ των οποίων :
α. οι μισθώσεις οι οποίες, κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη συνάπτονται συνήθως για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει το έτος, β. οι μισθώσεις χώρων αποκλειστικώς για διενέργεια διαφημίσεων με οποιοδήποτε τρόπο καθώς και οι μισθώσεις κοινόχρηστων χώρων για τοποθέτηση διαφημιστικών πινακίδων, ιθ. Οι μισθώσεις ακινήτων που συνομολογούνται με χρηματοδοτική μίσθωση.
Η Επιτροπή Διακανονισμού είναι αρμόδια για την εξώδικη επίλυση διαφορών που αφορούν την αναπροσαρμογή του μισθώματος στις εμπορικές μισθώσεις για ακίνητα που βρίσκονται μέσα στα όρια της οικείας περιφερειακής ενότητας. Η Επιτροπή επιλαμβάνεται των υποθέσεων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της κατόπιν ενυπόγραφης αναφοράς ενός τουλάχιστον των εμπλεκόμενων μερών.
Η σύσταση των Επιτροπών Διακανονισμού αποσκοπεί στην ταχεία και αποτελεσματική εξωδικαστική επίλυση διαφορών, που αφορούν το ύψος του μισθώματος στις εμπορικές μισθώσεις, χωρίς να επιβαρύνει τους ενδιαφερόμενους με δικαστικά κόστη, δυσκίνητες διαδικασίες και μακρές προθεσμίες. Η επίτευξη συμβιβασμού από τα μέρη ενώπιον της Επιτροπής επέχει θέση δικαστικού συμβιβασμού και το Πρακτικό που υπογράφεται αποτελεί τίτλο εκτελεστό. Εντούτοις, η διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής, δεν υποκαθιστά τα Δικαστήρια, και σε καμία περίπτωση δεν στερεί τους ενδιαφερόμενους από το δικαίωμα προσφυγής σ’ αυτά. Περαιτέρω, η διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής διέπεται από την αρχή της εκατέρωθεν ακρόασης των μερών και της πρόσβασης στα υποβαλλόμενα έγγραφα.Στο ίδιο άρθρο ρυθμίζονται θέματα παράτασης και ανανέωσης επαγγελματικών μισθώσεων ακινήτων, στα οποία στεγάζονται τουριστικές επιχειρήσεις με εκμισθωτή το Δημόσιο, νπδδ, τους οτα ή φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα.
Παρέχεται η δυνατότητα:
α) παράτασης των μισθώσεων ακινήτων στα οποία στεγάζονται τουριστικές επιχειρήσεις (ξενοδοχεία), που ανήκουν στο Δημόσιο ή σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή Ο.Τ.Α. ή την Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου μέχρι δώδεκα (12) έτη από τη λήξη τους και
β) προβλέπεται το ετήσιο μίσθωμα να μη μπορεί να συμφωνηθεί κατώτερο του 4,8% της εκάστοτε ισχύουσας αντικειμενικής αξίας του μισθίου ή της αγοραίας αξίας αυτού, στην περίπτωση των περιοχών όπου δεν ισχύει το σύστημα προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων με αντικειμενικά κριτήρια.
Η δυνατότητα παράτασης των ως άνω μισθωτικών συμβάσεων μέχρι δώδεκα χρόνια από τη λήξη τους αλλά και η μείωση του ποσοστού επί της αντικειμενικής αξίας των ακινήτων βάσει του οποίου προσδιορίζεται το ετήσιο μίσθωμα από 6%, που ισχύει σήμερα, σε 4,8%, αποτελούν πρόσφορα μέτρα και οι προτεινόμενες ρυθμίσεις κρίνονται αναγκαίες προκειμένου να διασφαλιστεί η συνέχιση της οικονομικής δραστηριότητας και η βιωσιμότητα των τουριστικών επιχειρήσεων, που στεγάζονται σε κτίρια ιδιοκτησίας του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ., Ο.Τ.Α ή της Κ.Ε.Δ.
[1] Βλ. αιτιολογική έκθεση νόμου
[2] Αναλυτικά οι αρμοδιότητες στο κείμενο που επισυνάπτεται
[3] μέλη Αρχής και διαδικασία συγκρότησης αναλυτικά στο κείμενο που επισυνάπτεται
[4] Συγκρότηση και λειτουργία Επιτροπών στο επισυναπτόμενο κείμενο