Tα στοιχεία της ιταλικής στατιστικής υπηρεσίας (Istat) είναι συντριπτικά: Το 2016 εκτιμάται ότι περίπου 1,619 εκατομμύριο οικογένειες στη χώρα ζουν σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας, αριθμός που αντιστοιχεί σε 4,742 εκατομμύρια άτομα, τονίζεται σε σχετικό σημερινό δημοσίευμα στην εφημερίδα La Repubblica.
Με βάση την έκθεση της Istat για τη φτώχεια στην Ιταλία το 2016, η φτώχεια αυξάνεται στις περιοχές του Κέντρου της χώρας και ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι πλήττει τις νέες οικογένειες. Σύμφωνα με τα στοιχεία, οι ηλικιωμένοι βρίσκονται σε καλύτερη θέση όσον αφορά τον δείκτη της απόλυτης φτώχειας.
Τα στοιχεία τούτα αντικατοπτρίζουν με απόλυτη ευκρίνεια το υψηλό επίπεδο της ανεργίας και τους χαμηλότερους μισθούς των νέων εργαζόμενων. Και μάλιστα τα στοιχεία δείχνουν πως η φτώχεια μεγαλώνει όσο αυξάνεται κι ο αριθμός των μελών στην οικογένεια, ιδίως από τα τρία παιδιά και πάνω.
Το επίπεδο αυτό της απόλυτης φτώχειας είναι το υψηλότερο που έχει καταγραφεί έως τώρα από την έναρξη της αυξητικής καμπής του αντίστοιχου δείκτη το 2005, και είναι διπλάσιο από αυτό του 2007, όπως τονίζουν οι οργανώσεις καταναλωτών.
Σε σύγκριση με το 2015 τα ποσοστά απόλυτης φτώχειας παραμένουν σχετικά σταθερά, τόσο όσον αφορά τις οικογένειες, όσο κι απλά άτομα. Η συχνότητα εμφάνισης της απόλυτης φτώχειας για τις οικογένειες είναι 6,3%, σύμφωνα με τις εκτιμώμενες τιμές, που αντιστοιχούν απόλυτα με τις μετρήσεις που καταγράφηκαν τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Για μεμονωμένα άτομα, η συχνότητα εμφάνισης των συνθηκών απόλυτης φτώχειας ανέρχεται σε 7,9%, καθώς καταγράφεται μια μη-στατιστικά σημαντική αλλαγή σε σχέση με το 2015 (που ήταν στο 7,6%).
Το 2016, το ποσοστό για τις οικογένειες με τρία ή περισσότερα ανήλικα παιδιά που βρίσκονταν σε επίπεδα απόλυτης φτώχειας ανέρχεται στο 26,8%, από 18,3% το 2015 και σε απόλυτους αριθμούς αφορά 137.771 οικογένειες—που αντιστοιχεί σε 402.814άτομα. Επίσης αυξημένα είναι τα ποσοστά της φτώχειας στους ανήλικους, από 10,9% έφθασαν το 12,5% (1, 292 εκατομμύρια το 2016).
Όσον αφορά τη φτώχεια μεταξύ νέων και πιο ηλικιωμένων, από το 2012 καταγράφεται μία αντιστρόφως ανάλογη σχέση μεταξύ της φτώχειας και της ηλικίας του ατόμου αναφοράς (αυξάνει η πρώτη και μειώνεται η δεύτερη). Πραγματικά, το 2016 η ελάχιστη τιμή του 3,9% που καταγράφεται αφορά νοικοκυριά άνω των 65 ετών, ενώ η μέγιστη αντιπροσωπεύει νοικοκυριά με τουλάχιστον ένα άτομο αναφοράς κάτω των 35 ετών (10,4%).
Όσον αφορά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της φτώχειας, προκύπτει, όπως και τα προηγούμενα χρόνια, πως η συχνότητα εμφάνισης της απόλυτης φτώχειας μειώνεται όσο μεγαλύτερο είναι το επίπεδο σπουδών του ατόμου αναφοράς. Ανέρχεται στο 8,2% για τους κατόχους απολυτηρίου δημοτικού και στο 4% εάν είναι κάτοχος πανεπιστημιακού διπλώματος. Σε επίπεδο οικογένειας, οι συνθήκες απόλυτης φτώχειας αυξάνονται εις διπλούν (12,6%) όταν το άτομο αναφοράς είναι εργάτης, σε σύγκριση με τον γενικό όρο (6,3%), επιβεβαιώνοντας τις τάσεις κατά τα προηγούμενα έτη. Τα ποσοστά φτώχειας παραμένουν μειωμένα, μεταξύ των οικογενειών όπου το πρόσωπο αναφοράς κατέχει διευθυντική θέση, είναι στέλεχος, ή μισθωτός (1 , 5%), αλλά και μεταξύ των όσων έχουν εγκαταλείψει την εργασία του (3,7%).
Πηγή : La Repubblica, ΑΠΕ