Η ανάγκη ολοκλήρωσης του δασολογίου και του κτηματολογίου, καθώς και η εφαρμογή της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, αναδείχθηκαν ως προαπαιτούμενα για την αποτελεσματική προστασία των δασικών οικοσυστημάτων, αλλά και την ουσιαστική αντιμετώπιση των φυσικών καταστροφών σε επίπεδο πρόληψης, σε διημερίδα για τα αστικά οικοσυστήματα, που την Παρασκευή 1 και το Σάββατο 2 Δεκεμβρίου, στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο από το τμήμα Γεωγραφίας, σε συνεργασία με την Ένωση Διοικητικών Δικαστών.
Στην ιδιαίτερη περιβαλλοντική σημασία των δασικών οικοσυστημάτων, καθώς το 80% της βιοποικιλότητας διαβιεί σε αυτά, και παράλληλα εξαρτάται από αυτά απόλυτα η πρωτογενής παραγωγή και η καλή ποιότητα ζωής των ανθρώπων, τόσο στην ύπαιθρο, όσο και στα αστικά κέντρα, αναφέρθηκε ο Ευθύμιος Καρύμπαλης, πρόεδρος του τμήματος γεωγραφίας του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου.
Ο κ. Καρύμπαλης επεσήμανε τον ρόλο των οικοσυστημάτων των δασών σε σχέση με τις φυσικές καταστροφές: «Τα δάση παίζουν σημαντικό ρόλο στην προστασία του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος από ακραία φυσικά φαινόμενα, όπως η διάβρωση των εδαφών. Διατηρούν σε καλό επίπεδο την ποιότητα του αέρα και το εδαφικό ισοζύγιο, και προστατεύουν το αστικό περιβάλλον από ακραίες φυσικές καταστροφές». Όπως ανέφερε μάλιστα, «ένας από τους βασικούς λόγους της πρόσφατης τραγωδίας στη Δυτική Αττική ήταν και η έλλειψη δάσους στο λόφο Πατέρα, που οδήγησε σε αυτόν τον υψηλό αριθμό θυμάτων», συμπληρώνοντας ότι «η διατήρησή τους και η προστασία τους καθίσταται απαραίτητη για τη ζωή στις επόμενες γενιές».
Απ΄ την πλευρά του ο Κωνσταντίνος Μενουδάκος, πρόεδρος επί τιμή του Συμβουλίου της Επικρατείας και πρόεδρος της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, επεσήμανε ότι «στη χώρα παρατηρείται το εξής παράδοξο: Έχουμε την πιο αυστηρή δασική νομοθεσία, αλλά και τα πλέον κατεστραμμένα δάση. Το βλέπουμε και στις ακτές και στα νησιά και γενικά στην ύπαιθρο σε όλη τη χώρα».
Όπως τόνισε, «πρέπει να ξέρουμε τι είναι δάσος και να εφαρμόζουμε όσα χρειάζονται για την προστασία τους». Όσον αφορά το δασολόγιο, είπε ότι «η διαχρονική καθυστέρηση της σύνταξης των δασικών χαρτών, έχει δημιουργήσει κοινωνικές καταστάσεις όπου εκεί που πάει να εφαρμοστεί η νομιμότητα, να οδηγεί ταυτόχρονα σε κοινωνικές αδικίες». Όπως τόνισε, «εάν αυτή η προσπάθεια είχε ξεκινήσει μετά το 1979, ή έστω τη δεκαετία του 1990, τα κοινωνικά προβλήματα θα ήταν πολύ λιγότερα, καθώς οι τετελεσμένες καταστάσεις θα ήταν πολύ μικρότερες», και πρόσθεσε ότι δημιουργείται «μείζον θέμα έλλειψης εμπιστοσύνης στο κράτος, ειδικότερα όταν η νομιμότητα έρχεται σε σύγκρουση με παλαιές καταστάσεις».
Η Όλγα Παπαδοπούλου, σύμβουλος Επικρατείας, ανέφερε ότι το σύνταγμα του 1975 έχει συμπεριλάβει ρητή επιταγή για σύνταξη δασολογίου και εθνικού κτηματολογίου ως υποχρεώσεις του κράτους. Όπως είπε, «μέχρι στιγμής δεν έχει γίνει εφικτή η αποτελεσματική προστασία του φυσικού περιβάλλοντος», αν και, όπως επεσήμανε, «το σύνταγμα κατοχυρώνει το φυσικό περιβάλλον και τις δασικές εκτάσεις».
Σύμφωνα με την κα Παπαδοπούλου, «δεν αρκεί να υπάρχει νομική προστασία από το σύνταγμα, αλλά να είναι πλήρης και ολοκληρωτική. Ο νομοθέτης να παίρνει τα αναγκαία μέτρα, όπως επίσης και τα δικαστήρια».
«Η αποτελεσματική προστασία των δασών επιτάσσει την κατάρτιση του δασολογίου και την καταγραφή του δασικού κεφαλαίου» ανέφερε η κ. Παπαδοπούλου και συνέχισε λέγοντας ότι «από ιδιοκτησιακής άποψης τα πράγματα είναι πολύ ρευστά, ενώ θα μπορούσε να ήταν πολύ ξεκάθαρα». Πρόσθεσε δε, ότι «υπήρχε διαδικασία η οποία έδινε τη δυνατότητα να αναπτύσσεται ένα καθεστώς, που θα μπορούσε να ευνοήσει και την αυθαιρεσία και τη συναλλαγή, ειδικά τις δεκαετίες του ’80 και του ’90, όπου και παρατηρήθηκε έξαρση της αυθαίρετης δόμησης».
«Απαραίτητη προϋπόθεση για την ολοκλήρωση του κτηματολογίου, είναι προηγουμένως η ολοκλήρωση του δασολογίου, αφού μόνο αυτή μπορεί να εξασφαλίσει για το Δημόσιο, νόμιμο τίτλο ιδιοκτησίας», σύμφωνα με την κα Παπαδοπούλου.
Στην εισήγησή του με τίτλο «κοινωνική υπαιτιότητα και θυσιαζόμενα δάση: Οικιστικές πυκνώσεις» ο Δημήτρης Παπαστερίου, ομότιμος καθηγητής ΑΠΘ, εκτίμησε ότι η σχετική ρύθμιση είναι αντισυνταγματική στο σύνολό της, καθώς θέτει μόνο αριθμητικά κριτήρια. Ο ίδιος, έθεσε ως βασικές αρχές για την νομοθέτηση, εκείνες της προφύλαξης, της πρόληψης, της αειφορίας και της βιώσιμης ανάπτυξης, οι οποίες «αποτελούν τη λύση για τη ρύθμιση της υπόθεσης των οικιστικών πυκνώσεων». Κατέληξε δε, λέγοντας πως οι εν λόγω πυκνώσεις «δεν αποτελούν μέρος μίας σύγχρονης πολεοδόμησης».