Η ήττα του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος, (CDU) στην εκλογική αναμέτρηση της Κυριακής 13 Μαΐου 2012, στο βιομηχανικό κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, ήταν το αποτέλεσμα του πρώτου crash test για την αυστηρή δημοσιονομική πολιτική της γερμανίδας καγκελαρίου Α. Μέρκελ, με ορίζοντα τις ομοσπονδιακές εκλογές του 2013. Αποκαλύπτει ωστόσο και τη δεινή οικονομική κατάσταση που βρίσκονται οι δήμοι του κρατιδίου.
Το μεγαλύτερο πληθυσμιακά κρατίδιο της Γερμανίας, οδηγήθηκε στις πρόωρες εκλογές, έπειτα από την αποτυχημένη προσπάθεια της κυβέρνησης μειοψηφίας Σοσιαλδημοκρατών και Πρασίνων, να περάσουν τον προϋπολογισμό του 2012, από το τοπικό κοινοβούλιο.
Με πληθυσμό που φθάνει τα 18 εκατ. κατοίκους, από τα οποία 4 εκατ. αριθμούν οι μετανάστες από τους οποίους δικαίωμα ψήφου έχουν 2 εκατ., η Βόρεια Ρηνανία- Βεστφαλία, το πιο βιομηχανικό κομμάτι της χώρας, ταλανίζεται από πολύ σοβαρά οικονομικά προβλήματα, καταγράφοντας χρέη που αγγίζουν τα 230 δις ευρώ.
Το σύνολο σχεδόν των δήμων του κρατιδίου είναι χρεωκοπημένο, με το συνολικό χρέος τους για το 2010, να ανέρχεται στα 56,8 δις ευρώ.
Χρέη , επίσημη ανεργία που ξεπερνά το 10%, για να φθάσει στις φτωχότερες περιοχές το 30%, πολιτική περικοπών και αυστηρής λιτότητας , είναι τα μεγάλα κομμάτια, τα οποία συνθέτουν το παζλ της κοινωνικο-οικονομικής καθημερινότητας στο συγκεκριμένο κρατίδιο, εδώ και χρόνια.
Αναζητώντας κανείς το βασικό αίτιο του μεγάλου χρέους του κρατιδίου, γυρνά αρκετά χρόνια πίσω στο 1995, όταν από τις κυβερνήσεις Σρέντερ Πρασίνων , αποστερούνται σημαντικά φορολογικά έσοδα από τους δήμους , με την υιοθέτηση της πολιτικής των φορολογικών ελαφρύνσεων.
Απόρροιά της η σημαντική υστέρηση και συνεπώς απώλεια φορολογικών εσόδων ακόμη και σε πόλεις με μεγάλα βιομηχανικά συγκροτήματα όπως το Λεβερκούζεν. Ακολούθησε ο δανεισμός των πόλεων, και η επιβολή σκληρών μέτρων λιτότητας για την αποπληρωμή των δανείων αυτών προς τις τράπεζες.
Οι πόλεις όπως στερήθηκαν κι άλλους επιπλέον πόρους, λόγω των μεταρρυθμίσεων των κυβερνήσεων της εποχής, οι οποίες ανέθεταν στους δήμους, την υποχρέωση της καταβολής των επιδομάτων ανεργίας.
Στατιστικές του Ομοσπονδιακού Οργανισμού Εργασίας δείχνουν, το 50% των εσόδων πολλών δήμων της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, να κατευθύνεται για την ενίσχυση κοινωνικών παροχών, ανάμεσά τους, επιδοτήσεις ενοικίων και θέρμανσης.
Η κατάσταση αποτυπώνεται μάλιστα με συγκεκριμένα παραδείγματα ,όπως του Gelsenkirchen όπου οι κοινωνικές παροχές ισοδυναμούν με το 73,1% των εσόδων, του Duisburg με το 60,6%, του Mönchengladbach με το 53,7% του Dortmund με το 52,2%, του Hagen με το 46,5% και του Essen με το 45,9%.
Τα πράγματα επιδεινώθηκαν για το κρατίδιο το 2008 με την κρίση, να βρίσκει τους δήμους σε μεγάλη οικονομική αδυναμία, εξαιτίας της απώλειας μεγάλου μέρους χρημάτων. Σειρά δήμων πόλεων ανάμεσά τους οι Dortmund, Gelsenkirchen, Bochum, Dusseldorf, Lippe, Recklinghausen, ιδιωτικοποίησαν επιχειρήσεις τους, και έστρεψαν το ενδιαφέρον τους στη χρηματιστηριακή αγορά, στο δρόμο της αναζήτησης εσόδων.
Έτσι, σχολεία, δρόμοι, αποχέτευση, ύδρευση και πολλές ακόμη δημόσιες υποδομές και υπηρεσίες, βρέθηκαν σε χέρια αμερικανών επενδυτών, οι οποίοι στη συνέχεια τα έδωσαν πίσω στους δήμους, με τη μορφή leasing.
Ισοσκελισμένο προϋπολογισμό, έχουν μόλις 8 από τους 396 δήμους, ενώ ένας στους τρεις λειτουργεί σε κατάσταση ανάγκης.
Ενδεικτικό παράδειγμα περικοπών αποτελεί η περίπτωση του Wuppertal, που λαμβάνει κυβερνητική βοήθεια ύψους 70,9 εκατ. έχοντας την υποχρέωση για περικοπές ύψους 50 εκατ. ευρώ ετησίως. Το χρέος του φθάνει τα 1,6 δις ευρώ.
Σχολεία της πόλης έκλεισαν, ενώ δεν συντηρούνται δρόμοι, πάρκα, δημόσιοι χώροι κ.λπ.
Το χρέος της γερμανικής Τοπικής Αυτοδιοίκησης
Σύμφωνα με στοιχεία της Dexia, το χρέος της γερμανικής Τοπικής Αυτοδιοίκησης ανέρχεται σε 697,1 δις ευρώ, ποσοστό 29,1 % του ΑΕΠ και 39,6% του δημόσιου χρέους.
Οι συνολικές δαπάνες της ανέρχονται σε 495,4 δις ευρώ, (6.051 ευρώ κατά κεφαλή), ποσοστό 20,7% του ΑΕΠ και 21,4% των δημοσίων δαπανών.
Τα συνολικά έσοδα και τα φορολογικά έσοδά της ανέρχονται στο 19,8% και στο 11,7% του ΑΕΠ αντίστοιχα, με τα φορολογικά έσοδα να αποτελούν το 59% των συνολικών εσόδων.
Η Γερμανία απέναντι στην πρόσφατη οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση
Οι τοπικές αρχές της Γερμανίας υποφέρουν από την απαξίωση των χρηματοοικονομικών προϊόντων τους στα οποία έχουν επενδύσει και τα οποία εμφανίζουν σήμερα αυξημένα ρίσκα.
Αυτό προκύπτει μεταξύ άλλων από τα στοιχεία, που παραθέτουν για τη χώρα απέναντι στην οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση, ο Ράλλης Γκέκας, δρ. οικονομολόγος ,διευθύνων σύμβουλος ΕΕΤΑΑ και η Κατερίνα Μήτσου, στέλεχος της ΚΕΔΕ ,Ma Ιστορία Πολιτισμού Ευρώπης.
Τα στοιχεία αυτά αποτελούν ένα μικρό μόνο δείγμα της εκτενούς παρουσίασης της γερμανικής Τοπικής Αυτοδιοίκησης, που περιλαμβάνονται στην έκδοση της Ελληνικής Εταιρείας Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης (Ε.Ε.Τ.Α.Α) με τίτλο «Η Ευρωπαϊκή Τοπική Αυτοδιοίκηση. Συγκριτικά στοιχεία και πολιτικές».
Όπως αναφέρουν μεταξύ άλλων οι συγγραφείς:
Μεγάλο προβληματισμό προκαλούν ακόμη οι δραστηριότητες διασυνοριακού leasing πολύπλοκα οικονομικά προϊόντα, τα οποία στο πλαίσιο της παρούσας οικονομικής κατάστασης είναι πιθανόν να προκαλέσουν επιπλέον προβλήματα και κόστη τα οποία δεν είχαν προβλεφθεί.
Στο σύνολό τους οι τοπικές αρχές στηρίζονται στο δανεισμό για τη χρηματοδότηση των προυπολογισμών τους και για το λόγο αυτό καλούνται να αντιμετωπίσουν τα αυξημένα επιτόκια, παράλληλα με την περιορισμένη ρευστότητα των αγορών.
Η ύφεση στην οικονομία θα έχει άμεση επίδραση στο ποσοστό του φόρου επιτηδεύματος το οποίο αποδίδουν οι επιχειρήσεις στην τοπική αυτοδιοίκηση.
Αν ληφθεί δε υπόψη ότι ο φόρος αυτός αποτελεί έναν από τους βασικούς πυλώνες της τοπικής δημόσιας οικονομίας, κατανοεί κανείς τα αρνητικά αποτελέσματα που θα έχουν τα μειωμένα φορολογικά έσοδα, σ’αυτή.
Η οικονομική ύφεση αναμένεται να συντελέσει στην αύξηση της ανεργίας και της ζήτησης κοινωνικών παροχών.
Το γεγονός αυτό θα επηρεάσει άμεσα τους γερμανικούς ΟΤΑ, αφού η παροχή κοινωνικών υπηρεσιών είναι μια από τις βασικές τους αρμοδιότητες.
Πηγές: FT,BBC,WSWS, DEXIA