Το 2007, η κυβέρνηση της Άγγελας Μέρκελ ψήφισε τη σταδιακή αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης από τα 65 στα 67, συντασσόμενη έτσι με την πολιτική τόσο των Ηνωμένων Πολιτειών όσο και άλλων χωρών απέναντι σε ένα γηράσκοντα πληθυσμό.
Οι οικονομολόγοι λένε ότι η απόφαση εκείνη όχι μόνο σταθεροποίησε το συνταξιοδοτικό σύστημα της Γερμανίας, αλλά της έδωσε τη δυνατότητα να ζητήσει και από άλλες χώρες να κάνουν το ίδιο.
Τώρα που η κρίση έχει ουσιαστικά τελειώσει, και κάτω από την πίεση των Σοσιαλδημοκρατών, η Γερμανία αλλάζει πολιτική και χαλαρώνει τους κανόνες, δίνοντας τη δυνατότητα σε ορισμένους εργαζόμενους να συνταξιοδοτηθούν νωρίτερα χωρίς να χάνουν την πλήρη σύνταξή τους.
Ο νόμος που επιτρέπει την πρόωρη συνταξιοδότηση σε μικρότερη ηλικία, και ψηφίστηκε τον περασμένο Μάιο, έχει προκαλέσει επικρίσεις τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό της χώρας.
«Θεωρούμε πως η πρόωρη συνταξιοδότηση στα 63 στέλνει το λάθος μήνυμα», λέει η οικονομολόγος Αν Ζίμερμαν, από την Ένωση Γερμανικών Εμπορικών και Βιομηχανικών Επιμελητηρίων.
Ο νέος νόμος, που ισχύει από σήμερα, επιτρέπει σε όποιον έχει εισφορές επί τουλάχιστον 45 χρόνια να συνταξιοδοτείται στα 63 με πλήρη σύνταξη. Από τον νόμο αυτό επωφελήθηκε ο 63χρονος Φρανκ Φίσερ, επόπτης μιας κλινικής στα περίχωρα του Βερολίνου, που έλαβε αναρρωτική άδεια πέρυσι για πρώτη φορά ύστερα από σαράντα χρόνια εξαιτίας ενός προβλήματος στο γόνατο. Τώρα μπορεί να βγει κανονικά στη σύνταξη και να αφοσιωθεί στην οικογένειά του, στον κήπο του και στα όνειρά του να ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο.
«Έχω δει τι συμβαίνει σε ανθρώπους που είναι γέροι και ανήμποροι, και όλα τα χρήματα του κόσμου δεν μπορούν να βελτιώσουν την ποιότητα της ζωής τους», λέει ο Φίσερ. «Εγώ ήθελα να σταματήσω τη δουλειά εγκαίρως».
Κάπου 6.000 Γερμανοί έχουν ακολουθήσει το παράδειγμα του Φίσερ. Αλλά το μέτρο αυτό έχει δεχθεί ήδη έντονη κριτική. Οι περισσότεροι επικριτές του υποστηρίζουν ότι το κόστος της πρόωρης συνταξιοδότησης ανθρώπων όπως ο Φίσερ μεταφέρεται απλώς στην επόμενη γενιά.
«Ως τώρα λέγαμε στους ευρωπαίους εταίρους μας να ακολουθήσουν το παράδειγμά μας και να αυξήσουν την ηλικία συνταξιοδότησης», λέει η Ζίμερμαν. «Τώρα κάνουμε το αντίθετο».
Όταν άνθρωποι κάποιας ηλικίας σταματούν να δουλεύουν πρόωρα, παίρνουν μαζί τους έναν πλούτο ικανοτήτων που μπορεί να παίζουν καθοριστικό ρόλο στο μέλλον μιας εταιρείας. Στις εταιρείες μικρού και μεσαίου μεγέθους, που έχουν λιγότερους υπαλλήλους, οι εργαζόμενοι μεγαλύτερης ηλικίας παίζουν σημαντικό ρόλο.
«Όταν κάποιος έχει δουλέψει σε μια εταιρεία για 45 χρόνια, έχει φτάσει σε μια υψηλή ειδίκευση, και θα έπρεπε να του προσφέρονται κίνητρα για να φτάσει στην ηλικία πλήρους συνταξιοδότησης», λέει ο Μπερτ Ρίρουπ, πρόεδρος του Ερευνητικού Ινστιτούτου Χάντελσμπλατ.
Η υπουργός Εργασίας Αντρέα Νάλες, που είναι μέλος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, χαρακτηρίζει τον νέο νόμο δίκαιο για όσους βρίσκονται κοντά στη σύνταξη και δούλευαν από μικροί. Η κυβέρνηση υπολογίζει ότι ολόκληρο το πακέτο συνταξιοδότησης, που περιλαμβάνει επιδόματα για τις γυναίκες που έχουν αποκτήσει παιδιά πριν από το 1992, θα κοστίσει αρχικά 4,4 δισεκατομμύρια ευρώ τον χρόνο, φτάνοντας μέχρι το 2030 τα 11 δισεκατομμύρια.
Αν και το κρατικό συνταξιοδοτικό ταμείο έχει αρκετά αποθέματα για να καλύψει τα πρώτα χρόνια, όσοι εργάζονται ακόμη σε δέκα χρόνια θα πρέπει αναγκαστικά να πληρώσουν περισσότερα. Και αυτό έχει εξοργίσει τους νεότερους Γερμανούς.
«Βλέπουμε ένα χάσμα ανάμεσα στην επένδυση στις μεγαλύτερες ηλικίες και στο φορτίο που αναλαμβάνει η νεότερη γενιά», λέει ο 28χρονος Μαρσέλ Εσέρ, πρόεδρος ενός συντηρητικού φοιτητικού συλλόγου στη Βαυαρία. «Εμείς τελικά θα πληρώσουμε τη νύφη».
ΠΗΓΗ: AΠΕ-ΜΠΕ