Σύμφωνα με απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (ΕΔ) της 20ής Σεπτεμβρίου 2016, οι Ευρωπαίοι πολίτες είναι δυνατόν να ενάγουν την Ευρωπαϊκή Τράπεζα και την Κομισιόν, στην περίπτωση κατά την οποία παραβιάζονται αποδεδειγμένα τα θεμελιώδη δικαιώματά τους.
Αφορμή για την απόφαση αυτή υπήρξε η προσφυγή θιγομένων από το κούρεμα των καταθέσεων των κυπριακών τραπεζών άνω των 100.000 ευρώ (το 2013) κατά της Κομισιόν και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας, την οποία υπέστησαν.
Και ναι μεν το ΕΔ θεώρησε ότι τα μέτρα αποσκοπούσαν στη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος και υπηρετούσαν το κοινό καλό της Ευρωπαϊκής Ένωσης και καλώς ελήφθησαν, αλλά, παράλληλα, οι δικαστές αποφάνθηκαν ότι είναι καταρχάς δυνατόν να ζητηθεί αποζημίωση από την Κομισιόν ή την ΕΚΤ εφόσον παραβιάζονται θεμελιώδη δικαιώματα των εναγόντων.
Αυτό σημαίνει ότι οι πολίτες, σε χώρες όπου έχει επιβληθεί η λιτότητα, μπορούν να επικαλεσθούν λ.χ. την ιδιαιτέρως σοβαρή βλάβη της υγείας τους σε περίπτωση κατά την οποία δεν μπορούν να προμηθευτούν τα αναγκαία φάρμακα. Προϋπόθεση είναι, βεβαίως, η απολύτως τεκμηριωμένη απαίτηση και φυσικά η κατά περίπτωση απόφαση των δικαστών.
Συγκεκριμένα όμως στην περίπτωση των καταθέσεων των Κυπρίων το ΕΔ αποφάνθηκε ότι «λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της διασφαλίσεως της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος της ζώνης του ευρώ και του άμεσου κινδύνου οικονομικής ζημίας, τον οποίο θα διέτρεχαν οι καταθέτες των οικείων δύο τραπεζών σε περίπτωση πτωχεύσεως αυτών, τα εν λόγω μέτρα δεν συνιστούν υπέρμετρη και απαράδεκτη παρέμβαση, θίγουσα την ίδια την ουσία του δικαιώματος ιδιοκτησίας των αναιρεσειόντων. Κατά συνέπεια, δεν είναι δυνατό να θεωρηθούν ως αδικαιολόγητοι περιορισμοί του εν λόγω δικαιώματος».
ΑΜΠΕ