Ένα σημαντικό βήμα για την προστασία της ελληνικής βιοποικιλότητας και κυρίως της θαλάσσιας χαρακτηρίζει η Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία την απόφαση των υπουργών Περιβάλλοντος και Αγροτικής Ανάπτυξης για την επέκταση του δικτύου NATURA 2000.
Όπως σημειώνει η Ορνιθολογική Εταιρεία, με την απόφαση εντάσσονται 32 νέες περιοχές στο σημαντικότερο ευρωπαϊκό δίκτυο προστατευόμενων περιοχών, ενώ επεκτείνονται 63 υφιστάμενες. Οι εκτάσεις αφορούν σχεδόν εξολοκλήρου τον θαλάσσιο χώρο και θεσπίζονται για την προστασία των θαλασσοπουλιών, της Μεσογειακής Φώκιας, της Θαλάσσιας Χελώνας και των κητωδών. Πλέον, οι θαλάσσιες περιοχές NATURA καλύπτουν το 22% των εθνικών μας υδάτων, από το 6,1% που ήταν αρχικά.
Ειδικότερα, όσον αφορά τη θέσπιση Ζωνών Ειδικής Προστασίας (ΖΕΠ), δηλαδή των περιοχών που δημιουργήθηκαν για την προστασία των άγριων πουλιών, εντάσσονται 9 νέες και επεκτείνονται 24 υφιστάμενες περιοχές. Έτσι, οι θαλάσσιες ΖΕΠ αυξάνονται από 36 σε 69, ενώ η θαλάσσια έκταση που ανήκει πλέον στο δίκτυο προστασίας ανέρχεται σε 1.000.000 εκτάρια, δηλαδή μια αύξηση της τάξης του 500%! Το 50% των θαλάσσιων περιοχών που εντάχθηκαν βρίσκονται στο Αιγαίο, κυρίως στα Δωδεκάνησα και τις Κυκλάδες, όπου στις πολύτιμες ακατοίκητες νησίδες τους φωλιάζουν χιλιάδες θαλασσοπούλια.
Με την επέκταση του δικτύου NATURA 2000, η χώρα μας θέτει τις βάσεις για την προστασία πάνω από 60-70% του εθνικού πληθυσμού των θαλασσοπουλιών στον ελληνικό θαλάσσιο χώρο και συγκεκριμένα του Αιγαιόγλαρου, του Θαλασσοκόρακα, του Αρτέμη, του Μύχου και του Υδροβάτη. Εντάσσεται στο δίκτυο προστατευόμενων περιοχών η μεγαλύτερη αποικία του Αρτέμη στην Ελλάδα και την ανατολική Μεσόγειο που βρίσκεται στα Στροφάδια του Ιονίου, καθώς και σημαντικές μεταναστευτικές στενωποί και χώροι τροφοληψίας για τον Μύχο στον Κόλπο Καβάλας, τη Δυτική Λέσβο, τον Κόλπο Καλλονής, τον Δίαυλο Μακρονήσου και τον Νότιο Ευβοϊκό Κόλπο.
Τα νέα αυτά είναι ιδιαίτερα σημαντικά για την Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία που δραστηριοποιείται συστηματικά στην καταγραφή και παρακολούθηση των θαλασσοπουλιών στο Αιγαίο και το Ιόνιο για πάνω από 20 χρόνια. Κορυφαίο δε επίτευγμα της μακρόχρονης ερευνητικής προσπάθειας της Οργάνωσης είναι η κατάρτιση του καταλόγου των θαλάσσιων Σημαντικών Περιοχών για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΠΕ), περιοχές δηλαδή που έχουν αναγνωριστεί με διεθνή επιστημονικά κριτήρια για τη σημασία τους για την αναπαραγωγή, τροφοληψία και μετανάστευση των θαλασσοπουλιών. Τα όρια των θαλάσσιων ΣΠΠΕ κατατέθηκαν στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ) το 2013, μετά από την ολοκλήρωση σημαντικών ερευνητικών προγραμμάτων, όπως το Πρόγραμμα LIFE για τα θαλασσοπούλια και δημοσιεύθηκαν στην έκδοση Important Areas for Seabirds in Greece.
Η Δανάη Πορτόλου, Υπεύθυνη για το Πρόγραμμα των Σημαντικών Περιοχών για τα Πουλιά, δήλωσε «Αποτελεί για εμάς μεγάλη ικανοποίηση να χρησιμοποιούνται τα δεδομένα που συλλέγουμε με τόση προσπάθεια και να αναγνωρίζονται οι Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά που προτείνουμε ως κατάλογος βάσης από το Υπουργείο Περιβάλλοντος για την επιλογή των περιοχών προς ένταξη στο δίκτυο των θαλάσσιων ΖΕΠ. Τα θαλασσοπούλια αποτελούν σημαντικότατους δείκτες της κατάστασης του θαλάσσιου και παράκτιου περιβάλλοντος αλλά οι πληθυσμοί τους μειώνονται ταχύτερα από οποιαδήποτε άλλη ομάδα πουλιών, αντιμετωπίζοντας ένα ευρύ φάσμα απειλών, τόσο στους χερσαίους τόπους αναπαραγωγής τους, όσο και στη θάλασσα. Η ένταξη των θαλάσσιων ΣΠΠΕ είναι μια σημαντική αρχή για την προστασία των θαλασσοπουλιών στη χώρα μας και τη Μεσόγειο».
«Η έκδοση της ΚΥΑ για την επέκταση του δικτύου NATURA 2000 είναι αναμφίβολα μια άκρως θετική εξέλιξη, που μας ικανοποιεί ως Περιβαλλοντική Οργάνωση που έχει αφιερώσει πολλούς πόρους και κόπο προς την κατεύθυνση αυτή» επισήμανε ο Γιώργος Σγούρος, Διευθυντής της Ελληνικής Ορνιθολογικής Εταιρείας. «Η θέσπιση των νέων προστατευόμενων περιοχών απαιτεί την ίδια στιγμή οι Φορείς Διαχείρισης και οι λοιποί εμπλεκόμενοι να έχουν τα κατάλληλα εργαλεία και εφόδια για την αποτελεσματική προστασία και διαχείρισή τους. Κρίνεται απαραίτητο να υπάρχει εγρήγορση και πολιτική βούληση για να δομηθεί ένα αποτελεσματικό και λειτουργικό σύστημα διοίκησης προστατευόμενων περιοχών».