Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκρινε ότι η Πολωνία, η Ουγγαρία και η Τσεχική Δημοκρατία παραβίασαν την ευρωπαϊκή νομοθεσία αρνούμενες να υποδεχθούν τον αριθμό προσφύγων που τους αναλογούσε, για να ελαφρυνθεί το φορτίο εταίρων τους όπως η Ελλάδα κατά την κορύφωση της προσφυγικής κρίσης του 2015.
«Με την άρνησή τους να συμμορφωθούν με την λειτουργία του προσωρινού μηχανισμού μετεγκατάστασης των αιτούντων διεθνή προστασία, η Πολωνία, η Ουγγαρία και η Τσεχική Δημοκρατία δεν εκπλήρωσαν τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης», αναφέρεται στην απόφαση του Δικαστηρίου που ανακοινώθηκε σήμερα.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι τρεις χώρες δεν μπορούν να επικαλεσθούν ούτε τις ευθύνες τους ως προς την διατήρηση της δημόσιας τάξης και της εσωτερικής ασφάλειας ούτε την προσχηματική δυσλειτουργία του μηχανισμού μετεγκατάστασης για να αποφύγουν την συμμετοχή τους στον μηχανισμό αυτόν, αναφέρεται στην απόφαση του δικαστηρίου.
Στο τέλος του 2017, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προσέφυγε στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαπιστώνοντας ότι οι τρεις χώρες αρνήθηκαν τις ποσοστώσεις που τους αντιστοιχούσαν στην υποδοχή προσφύγων, ποσοστώσεις που αποφασίσθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος μετεγκατάστασης στα κράτη μέλη της Ένωσης δεκάδων χιλιάδων αιτούντων άσυλο από την Ιταλία και την Ελλάδα, το οποίο ξεκίνησε το 2015 και τελείωσε τον Σεπτέμβριο 2017.
Το Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο η προσφυγή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δεν ευσταθεί από την στιγμή που, αφού το πρόγραμμα μετεγκατάστασης έλαβε τέλος, οι τρεις χώρες δεν θα μπορούσαν να συμμορφωθούν. Οι τρεις χώρες προέβαλαν την άποψη ότι θα αρκούσε στην Επιτροπή να διαπιστώσει υποτιθέμενη παράλειψη.
Η Πολωνία και η Ουγγαρία δεν δέχθηκαν κανέναν πρόσφυγα, ενώ η Τσεχική Δημοκρατία αρκέσθηκε να υποδεχθεί μια δεκαριά πρόσφυγες πριν αποδεσμευθεί από το πρόγραμμα.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι για να γίνουν δεκτά τα επιχειρήματά τους, οι τρεις χώρες θα έπρεπε «να είναι σε θέση αποδείξουν την αναγκαιότητα προσφυγής στην εξαίρεσή τους» από την υποχρέωση αυτή. Θα έπρεπε δηλαδή να προχωρήσουν σε εξέταση περιπτώσεως προς περίπτωση, με βάση στοιχεία συγκλίνοντα, αντικειμενικά και ακριβή, που θα επέτρεπαν την εκτίμηση ότι συγκεκριμένος αιτών άσυλο συνιστά παρόντα ή εν δυνάμει κίνδυνο. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η απόφαση η οποία ελήφθη από την Βαρσοβία και την Βουδαπέστη είχε «γενικό» χαρακτήρα και δεν είχε ευθεία σχέση με ατομικές περιπτώσεις.
Από την πλευρά της η Πράγα προέβαλε το επιχείρημα ότι ο μηχανισμός μετεγκατάστασης δεν ήταν αποτελεσματικός για να δικαιολογήσει την στάση της. «Μία μονομερής εκτίμηση δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως επιχείρημα για την μη εφαρμογή μίας απόφασης της Ευρωπαϊκής Ενωσης», αποφάνθηκε το Δικαστήριο της Ενωσης.
Το σχέδιο μετεγκατάστασης απέρρεε από δύο διαδοχικές αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, που αφορούσαν από 40.000 έως 120.000 αιτούντες διεθνή προστασία.
Τελικά, 12.706 πρόσφυγες μετεγκαταστάθηκαν από την Ιταλία και 21.199 από την Ελλάδα προς άλλες χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή «σχεδόν όλοι όσοι πληρούσαν τα κριτήρια».