Συμφωνίες για έργα και προγράμματα χρηματοδότησης, ύψους 7 δισ. ευρώ, έχουν δρομολογηθεί για τα επόμενα τρία χρόνια. Παράλληλα, οι ΟΤΑ θα χρηματοδοτηθούν για την υλοποίηση κρίσιμων έργων, με ένα πρόγραμμα που θα φθάσει τα 2 δισ. ευρώ σε βάθος πενταετίας.
Αυτό τόνισε στη Βουλή ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης, Αλέξης Χαρίτσης, με αφορμή επίκαιρης ερώτησης του βουλευτή της Δημοκρατικής Συμπαράταξης Οδυσσέα Κωνσταντινόπουλου, σχετικά με την επέκταση του προγράμματος τηλεθέρμανσης στη Μεγαλόπολη.
«Έχουμε αναπτύξει μία πολύ στενή και παραγωγική συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, η οποία φέτος απέφερε περισσότερα από δύο δισ. ευρώ στην ελληνική οικονομία. Τα δε επόμενα τρία χρόνια έχουμε δρομολογήσει συμφωνίες για έργα και προγράμματα χρηματοδότησης ύψους 7 δισ. ευρώ, που θα πυροδοτήσουν επενδύσεις άνω των 20 δισ. ευρώ με βάση τις εκτιμήσεις της ίδιας της ΕΤΕπ» επισήμανε ο κ. Χαρίτσης. «Καρπός αυτής της συνεργασίας είναι και το νέο πρόγραμμα για τη στήριξη των ΟΤΑ ύψους αρχικά 500 εκατ. ευρώ, που θα φθάσουν στα 2 δισ. ευρώ σε βάθος πενταετίας» πρόσθεσε.
«Είναι ένα πρόγραμμα που θα χρηματοδοτήσει τους δήμους για την υλοποίηση κρίσιμων έργων στην ύδρευση και την αποχέτευση, την αγροτική οδοποιία, την αντιπλημμυρική προστασία, την ενεργειακή αναβάθμιση των κτιρίων τους» κατέληξε ο αναπληρωτής υπουργός.
Από την πλευρά του, ο κ. Κωνσταντινόπουλος κατηγόρησε τον κ. Χαρίτση πως παρά τις δεσμεύσεις που έδωσε τον Δεκέμβριο του 2016 ότι μέχρι τις αρχές του 2017 το πρόγραμμα για την επέκταση τηλεθέρμανσης στη Μεγαλόπολη θα είχε ενταχθεί στα ΕΣΠΑ, τίποτα δεν έχει γίνει ακόμα.
Ο κ. Χαρίτσης απάντησε ότι έχει δρομολογηθεί, ήδη, η ένταξη του συγκεκριμένου έργου στο νέο ΕΣΠΑ και διαβεβαίωσε ότι «στην επερχόμενη αναθεώρηση των προγραμμάτων, αρχές Φεβρουαρίου, θα ενταχθεί στο τομεακό πρόγραμμα για τις Υποδομές και το Περιβάλλον (ΥΜΕΠΕΡΑΑ – Υποδομές Μεταφορών, Περιβάλλον και Αειφόρος Ανάπτυξη) που προβλέπει, μέσω του Άξονα Προτεραιότητας 10, τη χρηματοδότηση έργων εξοικονόμησης ενέργειας και μετάβασης σε μία οικονομία χαμηλών ρύπων».