Οι τρεις δήμαρχοι που πρωτοστάτησαν κατά της εφαρμογής και της συνταγματικότητας των κινήτρων στη δόμηση και τα ύψη των κτιρίων του ΝΟΚ, Βασίλης Ξυπολυτάς (Κηφισιάς – Νέας Ερυθραίας – Εκάλης), Ανδέας Κονδύλης (Αλίμου) και Γρηγόρης Κωνσταντέλλος (Βάρης Βούλας- Βουλιαγμένης) με κοινό τους άρθρο στην «Καθημερινή» με τίτλο: «Το ΣτΕ αποκαθιστά την κοινή λογική στον Νέο Οικοδομικό Κανονισμό», με αφορμή την απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ και την ανακοίνωση του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, αναφέρουν τα ακόλουθα:
Η απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας σχετικά με τη «δίκη του ΝΟΚ» αποτελεί σημαντική δικαίωση για τους δήμους μας, την Τοπική Αυτοδιοίκηση στο σύνολό της, αλλά και για την κοινωνία των πολιτών. Δεδομένου ότι ακόμα δεν έχει καθαρογραφεί η απόφαση και δεν τη γνωρίζουμε πλήρως, με τα μέχρι τώρα δεδομένα (ανακοινώσεις προέδρου ΣτΕ, υπουργείου Περιβάλλοντος κ.λπ.) μπορούμε προς το παρόν να καταθέσουμε τις ακόλουθες σκέψεις:
1. Η απόφαση του ΣτΕ αποκαθιστά τη συνταγματική νομιμότητα, αλλά και την κοινή λογική. Αποτελεί μια σαφή απάντηση στο επιχείρημα ότι «θα προστατεύσουμε το περιβάλλον από την κλιματική αλλαγή, χτίζοντας περισσότερο». Κάτι τέτοιο εφεξής ρητά απαγορεύεται, αφού οι αντισυνταγματικές διατάξεις του ΝΟΚ παύουν να εφαρμόζονται σε όλη τη χώρα μας.
2. ∆ίνεται οριστική απάντηση για μια σειρά από ζητήματα και «τρικ» του ΝΟΚ, όπως ενδεικτικά: δεν μπορούν να χτίζονται «πατάρια» και «εξώστες» (δηλαδή κανονικοί όροφοι) χωρίς να υπολογίζονται τα τετραγωνικά τους στον συντελεστή δόμησης, δεν μπορούν πάνω στις ταράτσες να κατασκευάζονται πισίνες και να μετράνε ως «πράσινη στέγη», δεν μπορούν να δίνονται «μπόνους» δόμησης οριζόντια και χωρίς περιβαλλοντικές μελέτες κ.λπ.
3. Σε μια εποχή που η ταχύτητα απονομής δικαιοσύνης αποτελεί μεγάλο πρόβλημα για τη χώρα μας, είναι αξιέπαινη η ταχύτητα με την οποία λειτούργησε το ΣτΕ, επιλύοντας ένα μείζον κοινωνικό, περιβαλλοντικό και οικονομικό ζήτημα, που κρατούσε σε ομηρία και ανασφάλεια χιλιάδες ιδιοκτήτες ακινήτων, αλλά και πολίτες, που έβλεπαν να καταστρέφεται, μέρα με τη μέρα, το φυσικό περιβάλλον των πόλεών μας.
4. Μας προβληματίζουν ιδιαίτερα τα ζητήματα που δεν έχουν ακόμα διευκρινιστεί, όπως: η έκταση της αναδρομικότητας της απόφασης, η κρίση του ΣτΕ για το άρθρο 17 του ΝΟΚ που οδηγεί σε εξαφάνιση του πρασίνου και αποψίλωση ολόκληρων περιοχών, οι οποίες μέχρι σήμερα ήταν πλούσιες σε πράσινο κ.λπ. Με τα ζητήματα αυτά θα ασχοληθούμε όλοι επισταμένως το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα.
5. Για την ανασφάλεια του δικαίου που προηγήθηκε, αλλά και για τη μεγάλη αναστάτωση στην κοινωνία και στην αγορά, την αποκλειστική ευθύνη έχουν οι εισηγμένες από το υπουργείο Περιβάλλοντος, οριζόντιες και αντισυνταγματικές τροποποιήσεις του ΝΟΚ κατά τα έτη 2020-2021. Οι τροποποιήσεις αυτές επέφεραν ουσιώδη περιβαλλοντική ζημία στους δήμους μας, αποψιλώνοντας δεκάδες χιλιάδες δέντρα και ανεγείροντας κτίρια-τέρατα, κατά παράβαση του Συντάγματος.
Από τα λάθη αυτά πρέπει να αντλήσουμε τα συμπεράσματά μας και να τα αποφύγουμε οπωσδήποτε στο μέλλον. Η ανακοίνωση του υπουργείου Περιβάλλοντος που δημοσιεύθηκε χθες μοιάζει περισσότερο με «απάντηση» στο ΣτΕ. Το υπουργείο δείχνει να εμμένει στη λογική της επιβολής των «μπόνους», τα οποία προαναγγέλλει ότι θα επαναφέρει, μέσω διαφορετικής διαδικασίας.
Αυτό όμως που απασχολεί όλους, και που έκρινε και το ΣτΕ, δεν είναι η τυπική διαδικασία, αλλά η ουσία του ζητήματος. Σε μια ευνομούμενη πολιτεία, η συμμόρφωση όλων με τις αποφάσεις της Δικαιοσύνης πρέπει να είναι ουσιαστική και ειλικρινής, όχι προσχηματική ή προσωρινή. Διαφορετικά, πολύ φοβούμαστε ότι θα ανοίξει ο δρόμος για νέο κύκλο δικαστικών αντιπαραθέσεων, για νέο κύκλο ανασφάλειας δικαίου και νέα ταλαιπωρία της κοινωνίας.
Η «λύση» στο πρόβλημα δεν μπορεί να είναι η αποδυνάμωση της αυτοδιοίκησης, με προτάσεις όπως η αφαίρεση των πολεοδομιών από τους δήμους ή το να «επιβληθούν» από το υπουργείο στους δήμους νέα τοπικά πολεοδομικά σχέδια, τα οποία θα επιβάλλουν «μπόνους» δόμησης. Και οι επιλογές αυτές, που φαίνεται να εξετάζει το υπουργείο Περιβάλλοντος, είναι εξίσου αντισυνταγματικές και θα γεννήσουν και πάλι προβλήματα, που όλοι απευχόμαστε. Η ουσιαστική, λειτουργική λύση μπορεί να προέλθει μόνο μέσα από τη συνεργασία όλων των εμπλεκόμενων μερών, με στόχο τη μέγιστη δημόσια ωφέλεια, μέσα στο πλαίσιο που ορίζει το Σύνταγμα, αλλά και οι ειδικότερες τοπικές ανάγκες καθενός δήμου.