Την αναγκαιότητα ανάπτυξης ενός νέου παραγωγικού μοντέλου, στη θέση το μέχρι τώρα ισχύον της μονοκαλλιέργειας του λιγνίτη υπογράμμισε ο δήμαρχος Φλώρινας Βασίλης Γιαννάκης κατά την ομιλία του στο Balkan Energy Forum, πoυ πραγματοποιήθηκε στην Κοζάνη.
Σχετικά με την πολιτική της απολιγνιτοποίησης και κατά πόσο η μετάβαση μπορεί να είναι ομαλή και δίκαιη σε τοπικό επίπεδο, ο κ. Γιαννάκης σημείωσε ότι είναι σαφές πως η προστασία του περιβάλλοντος, η μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος, η κυκλική οικονομία, η βιώσιμη ανάπτυξη αποτελούν προτεραιότητες και αναγκαιότητες της διεθνούς κοινότητας, αλλά της χώρας μας.
«Σε αυτό το πλαίσιο, ανέφερε, η απολιγνιτοποίηση αποτελεί μια σημαντική τομή στον ενεργειακό χάρτη της χώρας και παρότι σε ένα πρώιμο στάδιο είχε αρχίσει να συζητείται από το 2010, δεν είχε δοθεί η δέουσα σημασία, με αποτέλεσμα να ερχόμαστε εμείς σήμερα να αντιμετωπίζουμε όλα αυτά τα προβλήματα της προηγούμενης δεκαετίας».
Σε ότι αφορά στην περιοχή της Δ. Μακεδονίας ο κ. Γιαννάκης τόνισε ότι η εξαγγελία του ΕΣΕΚ (Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα) το 2019, βρήκε την περιοχή να αντιμετωπίζει εκρηκτικά προβλήματα ανεργίας, γήρανσης, χαμηλής επιχειρηματικότητας, αλλά δυστυχώς και μετανάστευσης νέων ανθρώπων. Επίσης κάθε δήμος της Δυτικής Μακεδονίας ξεκινά τη διαδικασία μετάβασης από διαφορετικές οικονομικές αφετηρίες, διαφορετικό επίπεδο υποδομών και διαφορετικό επίπεδο εξάρτησης από τη λιγνιτική βιομηχανία.
«Αυτό που προσπαθούμε εμείς είναι να βρούμε έναν βηματισμό, έτσι ώστε να θεραπεύσουμε παθογένειες και ελλείψεις των προηγούμενων χρόνων που βασίστηκαν πάνω στην αποκλειστική χρήση του λιγνίτη, αλλά και στις δραστηριότητες που ήταν γύρω από αυτόν. Με το Σχέδιο της Δίκαιης Μετάβασης και με την εξασφάλιση των απαραίτητων χρηματοδοτικών εργαλείων- πολλά από τα οποία βρίσκονται σε εξέλιξη- μπορούμε να αναπτύξουμε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο, αλλάζοντας το μέχρι τώρα ισχύον της μονοκαλλιέργειας λιγνίτη. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να δώσουμε στις επόμενες γενιές επιλογές και διεξόδους για τη δική τους ανάπτυξη» ανέφερε και κατέθεσε τις εξής προτάσεις:
- ανάπτυξη ενός μείγματος δραστηριοτήτων με έμφαση στην καινοτομία και την εξωστρέφεια σε προϊόντα και υπηρεσίες.
- στήριξη του πρωτογενούς τομέα, δίνοντας ιδιαίτερο βάρος στην ποιότητα των προϊόντων.
- θέσπιση ενός ολοκληρωμένου πλέγματος φορολογικών μειώσεων και διευκολύνσεων, ώστε να γίνει ανταγωνιστική η τοπική μας αγορά προς τις γείτονες χώρες.
- στήριξη του τουριστικού προϊόντος μέσα από την αξιοποίηση των μοναδικών αποθεμάτων φυσικού, ιστορικού και πολιτιστικού πλούτου και τη δημιουργία ενός ελκυστικού τουριστικού branding που θα συνδέεται με την ταυτότητα της περιοχής.
- ενίσχυση της ενεργειακής παραγωγής από ΑΠΕ με συγκεκριμένο και συντεταγμένο σχέδιο και στήριξη των ενεργειακών κοινοτήτων κοινωφελούς χαρακτήρα, καθώς μπορούν να προσφέρουν διεξόδους και εναλλακτικές.
- Ολοκλήρωση των μεγάλων οδικών και σιδηροδρομικών έργων υποδομής και ιδιαίτερα του οδικού άξονα Φλώρινα-Πτολεμαΐδα, ο οποίος πρέπει οπωσδήποτε να κατασκευαστεί, καθώς η σημερινή κατάσταση του οδικού δικτύου αποτρέπει επενδυτές να εγκατασταθούν στην ΒΙ.ΠΕ. Φλώρινας και παρότι η βιομηχανική περιοχή μας είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένη.
Όσον αφορά τα εδάφη, η αναγέννηση και η απορρύπανσή τους και έπειτα η απόδοσή τους στην τοπική κοινωνία ο κ. Γιαννάκης υπογράμμισε ότι οφείλει να προχωρήσει άμεσα, καθώς μπορεί να διανοίξει νέες οικονομικές και επενδυτικές προοπτικές.
«Στο σενάριο, όμως, που η ΔΕΗ κρατά όλες τις καθαρές εκτάσεις, για να αναπτύξει φωτοβολταϊκά, και το SPV παίρνει στην κατοχή του εκτάσεις που χρειάζονται πόρους και χρόνο για την εξυγίανση τους, τότε οι επιπτώσεις θα είναι πολύ δυσμενείς», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Σε ότι αφορά τις ενεργειακές εξελίξεις της περιοχής, υπογράμμισε: “Έχει καταστεί σαφές πως σκοπός μας είναι να κάνουμε αυτή την μετάβαση όσο το δυνατόν πιο δίκαιη και να κρατήσουμε την περιοχή μας ως ενεργειακό κέντρο.
Όσον αφορά την ανάπτυξη των ΑΠΕ, βλέπουμε το τελευταίο διάστημα μια άναρχη ανάπτυξή τους, κυρίως των φωτοβολταϊκών και των ανεμογεννητριών. Ναι μεν όλοι καταλαβαίνουμε ότι, μέσα από τη συμμετοχή τους στο ενεργειακό μείγμα της χώρας, συμβάλλουν σημαντικά στη μείωση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής και έτσι λόγω αυτών των πλεονεκτημάτων τους έχουν λίγο-πολύ εδραιωθεί στη συνείδησή μας ότι πρέπει και να αναπτύσσονται σχεδόν ανεξέλεγκτα.
Μετά την εξαγγελία της απολιγνιτοποίησης, υπήρξε ένας καταιγισμός αιτήσεων προς την ΡΑΕ από «επενδυτές», οι οποίοι κατέθεσαν αιτήσεις και κάλυψαν σχεδόν όλο τον χώρο, εκμεταλλευόμενοι τα υπάρχοντα δίκτυα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, με αποτέλεσμα να βλέπουμε να μετατρέπεται η περιοχή μας σε ένα πάρκο «καθρεφτών».
Αυτό που θα πρέπει να γίνει είναι άμεσα ένα χωροταξικό σχέδιο- παράλληλα με τα ειδικά πολεοδομικά σχέδια που βρίσκονται σε διαβούλευση- έτσι ώστε να υπάρξει μια βελτίωση του περιβάλλοντος. Είναι απαράδεκτο να αναπτύσσονται ΑΠΕ σε χώρους Natura και γόνιμης γης, χωρίς να έχουν την αδειοδότηση ή έστω την γνωμοδότηση της τοπικής κοινωνίας. Επομένως, επαναλαμβάνω το βασικό είναι να εκπονηθεί ένα χωροταξικό σχέδιο, με βάση το οποίο θα γίνεται η ιεραρχική χωροθέτηση αυτών των ΑΠΕ και, φυσικά, να αλλάξει και το νομοθετικό πλαίσιο, ώστε να καθιστά τις γνωμοδοτήσεις των Δήμων δεσμευτικές. Έτσι, μόνο μπορεί να επιτευχθεί μια ισόρροπη ανάπτυξή τους.
Επίσης, θα ήθελα να προσθέσω πως, ενώ συνήθως, όταν μιλάμε για ΑΠΕ, αναφερόμαστε σε φωτοβολταϊκά και ανεμογεννήτριες, θα πρέπει να κοιτάξουμε και τις επενδύσεις σε ό,τι έχει να κάνει με την κατασκευή υδροηλεκτρικών εργοστασίων, που έχουν άμεση σχέση με τα γεωφυσικά χαρακτηριστικά της περιοχής μας, με την ανάπτυξη του υδρογόνου και ακόμα με την κατασκευή εργοστασίων παραγωγής βιομεθανίου. Μέσα από αυτή την παραγωγή μελλοντικά θα μπορούσαμε να τροφοδοτήσουμε τα δίκτυα φυσικού αερίου που αναπτύσσονται στην περιοχή μας, ενώ ακόμα έχει και το πλεονέκτημα της μη εποχικότητας και της μη χρήσης του ηλεκτρικού συστήματος».