Επιστημονικό Συμβούλιο: προβληματισμός για τη μεταβίβαση αρμοδιοτήτων για το νερό στη Ρυθμιστική Αρχή Αποβλήτων, Ενέργειας
Οι αλλαγές στο νομοσχέδιο σύμφωνα με το ΥΠΕΝ θα ανακοινωθούν κατά τη συζήτηση στην Ολομέλεια
Στην Ολομέλεια της Βουλής εισάγεται σήμερα για συζήτηση το νομοσχέδιο του ΥΠΕΝ με το οποίο ανατίθενται στη Ρυθμιστική Αρχή Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων (Ρ.Α.Α.Ε.Υ.) – σημερινή Ρ.Α.Ε. – αρμοδιότητες εποπτείας και ελέγχου των παρόχων υπηρεσιών ύδρευσης και αποχέτευσης και των φορέων διαχείρισης αστικών αποβλήτων.
Η κυβέρνηση έχει δηλώσει ότι η ανάθεση του νερού στον εποπτικό έλεγχο της Ρ.Α.Α.Ε.Υ. θα ενισχύσει τη διαφάνεια και ορθολογικότητα της υδατικής πολιτικής, θα αναβαθμίσει τη θέση των καταναλωτών, μέσω της θέσπισης λογοδοσίας των φορέων παροχής υπηρεσιών ύδατος και διαχείρισης αποβλήτων, καθώς και μέσω του ελέγχου των αναπτυξιακών-επενδυτικών και τιμολογιακών πολιτικών.
Μετά τις αντιδράσεις που προκλήθηκαν για το νομοσχέδιο κατά τη συζήτηση στην αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή, από το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας έγινε γνωστό ότι θα υπάρξουν αλλαγές στο νομοσχέδιο, οι οποίες θα ανακοινωθούν, κατά τη συζήτηση στην ολομέλεια.
Ο ίδιος ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κώστας Σκρέκας έχει δηλώσει ότι θέλει να διατηρήσει το δημόσιο χαρακτήρα των υπηρεσιών παροχής ύδατος, και του πόσιμου νερού στις πόλεις και του αρδευτικού νερού στις καλλιέργειες. Όπως όμως έχει δηλώσει, σήμερα ο έλεγχος είναι πλημμελής και γι΄αυτό απαιτείται συστηματικά να ελέγχει και να εποπτεύει μια δημόσια ανεξάρτητη αρχή.
Κατά την επεξεργασία του νομοσχεδίου στην αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή, οι Δημοτικές Επιχειρήσεις Ύδρευσης και Αποχέτευσης (ΔΕΥΑ) επισήμαναν ότι στο νομοσχέδιο (άρθρο 11) ορίζεται πως η Ρυθμιστική Αρχή Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων (σ.σ. σήμερα είναι η ΡΑΕ) θα πρέπει να «παρακολουθεί και εποπτεύει την ορθή εφαρμογή συμβάσεων παραχώρησης υπηρεσιών ύδατος σε τρίτους». «Ευλόγως συνεπώς», όπως σημειώνουν «όλοι οι φορείς της αυτοδιοίκησης έχουν την άποψη ότι, εν τέλει, πίσω από την υπόθεση αυτή, κρύβεται ιδιωτικοποίηση».
Στο ίδιο περίπου κλίμα κινούνται και οι Φορείς Διαχείρισης Στερεών Αποβλήτων (ΦΟΣΔΑ), οι οποίοι ζητούν ενίσχυσή τους, με μόνιμο προσωπικό, και απόσυρση του νομοσχεδίου.
Τις διαβεβαιώσεις του υπουργείου για τη βούληση της κυβέρνησης το νερό να μην ιδιωτικοποιηθεί αμφισβήτησαν οι εκπρόσωποι των εργαζομένων σε ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ που κάλεσαν την κυβέρνηση να απαντήσει «προς τι το ΣΔΙΤ στο εξωτερικό υδροδοτικό σύστημα της Αθήνας» και δήλωσαν αντίθετοι με την υπαγωγή του νερού σε μια «ρυθμιστική αρχή της αγοράς».
Τα κόμματα της αντιπολίτευσης έχουν καταγγείλει ότι το νομοσχέδιο είναι αντισυνταγματικό και κινείται αντίθετα με την απόφαση του ΣτΕ για το νερό. «Το νερό δεν είναι εμπορικό προϊόν, για να ρυθμίζεται σε καθεστώς αγοράς», έχουν υπογραμμίσει.
Την εβδομάδα που πέρασε, ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κώστας Σκρέκας συναντήθηκε με αντιπροσωπεία της Κεντρικής Ένωσης Δήμων Ελλάδος (ΚΕΔΕ) της Ένωσης Δημοτικών Επιχειρήσεων Ύδρευσης – Αποχέτευσης (ΕΔΕΥΑ). Μετά τη συνάντηση εκδόθηκε ανακοίνωση, σύμφωνα με την οποία, η πολιτεία διατηρεί το σύνολο των ρυθμιστικών- κανονιστικών αρμοδιοτήτων για την άσκηση της υδατικής πολιτικής, συμπεριλαμβανομένης της πολιτικής κοστολόγησης και τιμολόγησης της ύδρευσης και της αποχέτευσης.
Να σημειωθεί επίσης ότι το Επιστημονικό Συμβούλιο της Βουλής, στην έκθεσή του επί του νομοσχεδίου υπενθυμίζει πως το νερό δεν είναι εµπορικό προϊόν, η ύδρευση συνιστά υπηρεσία κοινής ωφέλειας.
Το Επιστημονικό Συμβούλιο παραθέτει το κοινοτικό πλαίσιο για την πολιτική ύδατος και τη νομολογία του ΣτΕ και, μεταξύ άλλων, υπογραμμίζει ότι «τίθεται το ερώτηµα αν και κατά πόσον οι µεταβιβαζόµενες µε τον παρόν νοµοσχέδιο αρµοδιότητες στη Ρ.Α.Α.Ε.Υ. συµβαδίζουν µε τη νομολογία του Συµβουλίου της Επικρατείας», σύμφωνα με το οποίο η παροχή υπηρεσιών κοινής ωφελείας, όπως υδρεύσεως και αποχετεύσεως, δεν συνιστά δραστηριότητα αναπόσπαστη από τον πυρήνα της κρατικής εξουσίας και δύναται να ανατίθεται σε δηµόσια επιχείρηση υπό µορφή ανώνυµης εταιρείας, όπως η ΕΥΔΑΠ ΑΕ, η οποία παρέχει υπηρεσίες κοινής ωφέλειας απολύτως ζωτικής σηµασίας».
Συνοπτικά, σύμφωνα με την έκθεση του Επιστημονικού Συμβουλίου:
-Η Οδηγία 2000/60/ΕΚ, για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τοµέα της πολιτικής των υδάτων, έθεσε το νοµοθετικό πλαίσιο για την ορθή διαχείριση και προστασία των υδατικών πόρων και την αποτροπή της περαιτέρω υποβάθµισής τους. Στο Προοίµιό της αναφέρεται ότι «το ύδωρ δεν είναι εµπορικό προϊόν όπως όλα τα άλλα, αλλά αποτελεί κληρονοµιά που πρέπει να προστατεύεται και να τυγχάνει της κατάλληλης µεταχείρισης», καθώς και ότι «η ύδρευση συνιστά υπηρεσία κοινής ωφέλειας».
-Σε εφαρμογή των προβλέψεων της Οδηγίας, ψηφίστηκε το 2003 νόμος με τον οποίο συστάθηκε η Εθνική Επιτροπή Υδάτων. Η Εθνική Επιτροπή Υδάτων καταργείται με το νόμο που εισάγεται σήμερα στην Ολομέλεια.
-Από την Εθνική Επιτροπή Υδάτων η οποία χαράσσει την πολιτική για την προστασία και διαχείριση των υδάτων, είχε εκδοθεί απόφαση, όπως προέβλεπε ο νόμος 3199/2003, για την «Έγκριση γενικών κανόνων κοστολόγησης και τιµολόγησης υπηρεσιών ύδατος. Μέθοδος και διαδικασίες για την ανάκτηση κόστους των υπηρεσιών ύδατος στις διάφορες χρήσεις του». Ωστόσο, δεν προχώρησε η εφαρμογή ενιαίου πλαισίου τιμολόγησης των υπηρεσιών ύδατος για τις διάφορες χρήσεις του. Το κενό αυτό επιχειρείται να καλυφθεί με το σημερινό σχέδιο νόμου που αναθέτει την εποπτεία και την παρακολούθηση των υπηρεσιών ύδατος στην ανεξάρτητη αρχή.
-Με το υφιστάμενο πλαίσιο, κατά τον προσδιορισµό του κόστους των υπηρεσιών ύδατος λαµβάνονται υπόψη τρεις συνιστώσες: το χρηµατοοικονοµικό κόστος του παρόχου (σ.σ. επενδυτικό, λειτουργικό, δαπάνες συντήρησης, κόστος δανεισµού κ.λπ.), το περιβαλλοντικό κόστος, το οποίο συνίσταται στο κόστος της απόκλισης της κατάστασης των υδάτων από την (προστατευόµενη) καλή κατάστασή τους, και το κόστος φυσικού πόρου (που συνθέτουν το περιβαλλοντικό κόστος), δηλαδή το κόστος άλλων εναλλακτικών χρήσεων του ύδατος, οι οποίες είναι αναγκαίες σε περίπτωση που το υδατικό σύστηµα χρησιµοποιείται πέραν του ρυθµού της φυσικής του αναπλήρωσης.
– «Υπό το φως των ανωτέρω, διατυπώνεται προβληµατισµός κατά πόσον οι προτεινόµενοι στα υπό ψήφιση άρθρα ορισµοί και διαδικασίες κοστολόγησης και τιµολόγησης των υπηρεσιών ύδατος εκπληρώνουν την απαίτηση για προηγούµενη οικονοµική ανάλυση, η οποία αποτελεί τη νόµιµη προϋπόθεση και το αιτιολογικό έρεισµα της τιµολογιακής πολιτικής, στηρίζεται στην ανάλυση των χαρακτηριστικών συγκεκριµένης περιοχής και διέπεται από την αρχή “ο ρυπαίνων πληρώνει”, κατανέµει, δηλαδή, τα οικονοµικά βάρη στους χρήστες των υπηρεσιών ύδατος µε γνώµονα τις προκαλούµενες από τις δραστηριότητές τους επιπτώσεις στην κατάσταση των επιφανειακών και υπόγειων υδάτων, κατά τρόπον ώστε, µέσω της τιµολόγησης των εν λόγω υπηρεσιών, να προστατεύονται κατά τρόπον αποτελεσµατικό οι υδατικοί πόροι και να ελέγχεται η υπερβολική κατανάλωση του ύδατος», αναφέρει το Επιστημονικό Συμβούλιο της Βουλής και υπενθυμίζει ότι σύμφωνα με το ΣτΕ πρέπει να λαµβάνονται υπόψιν, κατά την ανάκτηση του κόστους, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε περιοχής λεκάνης απορροής, οι κρατούσες γεωγραφικές και κλιµατολογικές συνθήκες και τα δεδοµένα που προκύπτουν από την οικονοµική ανάλυση της χρήσης του ύδατος.
-«Εν προκειµένω δεν θεσπίζονται συγκεκριµένοι κανόνες και διαδικασίες µε τις οποίες να διασφαλίζεται ότι οι πάροχοι των υπηρεσιών ύδατος προσαρµόζουν την τιµολογιακή τους πολιτική στα δεδοµένα που προκύπτουν από τα εγκεκριµένα σχέδια διαχείρισης των λεκανών απορροής ποταµών ούτε προβλέπεται ότι, κατά την έγκριση των τιµολογίων των παρόχων από τις αρµόδιες αρχές, ελέγχεται η τήρηση των κατευθύνσεων που τίθενται στα σχέδια διαχείρισης, ώστε να εξασφαλίζεται ότι η τιµολογιακή πολιτική διαµορφώνεται κατά τρόπο σύµφωνο προς τις ανωτέρω επιταγές του νόµου και της οδηγίας, κατ’ εκτίµηση των κοινωνικών, περιβαλλοντικών και οικονοµικών αποτελεσµάτων της ανάκτησης και της αρχής “ο ρυπαίνων πληρώνει”», σημειώνει το Επιστημονικό Συμβούλιο της Βουλής.
-Περαιτέρω δεν προσδιορίζονται συγκεκριµένες παράµετροι, κατ’ εκτίµηση των οποίων πρέπει να καθορίζεται το επίπεδο ανάκτησης του κόστους των υπηρεσιών ύδατος στις διάφορες χρήσεις, σύµφωνα µε τα κριτήρια που µνηµονεύονται στο άρθρο 12 του ν. 3199/2003».
– σύμφωνα με το ΣτΕ, η εθνική πολιτική παροχής υπηρεσιών ύδρευσης, συµπεριλαµβανοµένης και της τιµολόγησης αυτών, σχεδιάζεται από τα κράτη µέλη ως πολιτική παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, µε βασικό κριτήριο την επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων της οδηγίας 2000/60/ΕΚ.
-έχει κριθεί ότι οι διατάξεις του νόμου που αφορά στη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας, είναι διατάξεις που υπαγορεύονται από λόγους δηµοσίου συµφέροντος, που συνίστανται στην ανάπτυξη της αγοράς ενέργειας και στην προστασία και προαγωγή του ελεύθερου υγιούς ανταγωνισµού στον τοµέα αυτό προς όφελος των καταναλωτών.
-«Τίθεται το ερώτηµα αν και κατά πόσον οι µεταβιβαζόµενες µε τον παρόν νοµοσχέδιο αρµοδιότητες στη Ρ.Α.Α.Ε.Υ. συµβαδίζουν µε τη νομολογία του Συµβουλίου της Επικρατείας», σύμφωνα με το οποίο η παροχή υπηρεσιών κοινής ωφελείας, όπως υδρεύσεως και αποχετεύσεως, δεν συνιστά δραστηριότητα αναπόσπαστη από τον πυρήνα της κρατικής εξουσίας και δύναται να ανατίθεται σε δηµόσια επιχείρηση υπό µορφή ανώνυµης εταιρείας, όπως η ΕΥΔΑΠ ΑΕ, η οποία παρέχει υπηρεσίες κοινής ωφέλειας απολύτως ζωτικής σηµασίας.
-Δεδομένης της νομολογίας του ΣτΕ είναι συνταγµατικώς επιβεβληµένος ο έλεγχος της ΕΥΔΑΠ ΑΕ από το Ελληνικό Δηµόσιο, όχι απλώς µε την άσκηση εποπτείας επ’ αυτής, αλλά και διά του µετοχικού της κεφαλαίου. (σ.σ. με το άρθρο 27 του σχεδίου νόμου, «η εποπτεία της «Ε.ΥΔ.Α.Π. Α.Ε.» και του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου «ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΓΙΩΝ Ε.ΥΔ.Α.Π.» μεταφέρεται στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας»).