του Ράλλη Γκέκα Δρ. Οικονομικών ΤΑ
Η Ευρώπη θεωρείται ένα παγκόσμιο πρότυπο περιφερειοποίησης. Ο συνεχώς αυξανόμενος ρόλος των περιφερειών συνδυάζεται, τα τελευταία χρόνια, με την ενίσχυση της μητροπολιτικής διακυβέρνησης. Για το λόγο αυτό, στη σειρά των άρθρων με αντικείμενο τις σύγχρονες τάσεις της αποκέντρωσης, επιλέξαμε να προσεγγίσουμε διαφορετικά το ζήτημα του αυξημένου ρόλου των περιφερειών και των μητροπολιτικών κέντρων στη σύγχρονη Ευρώπη.
Η προσέγγισή μας προσπαθεί να απαντήσει σε τέσσερα βασικά ερωτήματα:
- Γιατί θεωρούμε ότι υπάρχει αυτός ο ενισχυμένος ρόλος των περιφερειών και των μητροπολιτικών περιοχών;
- Ποιο είναι το κίνητρο που οδήγησε σε αυτές τις μεταρρυθμίσεις;
- Ποιες είναι οι σύγχρονες αρμοδιότητες τους;
- Ποια είναι τα προβλήματα που υπάρχουν ή θα μπορούσαν να υπάρξουν από την περιφερειοποίηση και τη μητροπολιτική διακυβέρνηση;
Τέλος, το άρθρο αυτό προσπαθεί να συγκρίνει την ελληνική πραγματικότητα της μητροπολιτικής περιφέρειας Αττικής, με μητροπολιτικές περιοχές της νότιας Ευρώπης, που τα τελευταία χρόνια επλήγησαν από τη δημοσιονομική κρίση.
Όπως ήδη έχει λεχθεί, η σειρά αυτή των άρθρων έχει ως στόχο τη συμβολή στο διάλογο για μία διοικητική μεταρρύθμιση, στη χώρα μας, που θα αποβλέπει στην αποκέντρωση. Ο σχεδιασμός ενός νέου επιτελικού και αποκεντρωμένου κράτους, δεν είναι δυνατόν να μη λάβει υπόψη του τις δύο αυτές παραμέτρους, με όλα τα θετικά αλλά και τα προβληματικά στοιχεία που εμπεριέχουν. Η ευρωπαϊκή εμπειρία δεν αποτελεί αντικείμενο προς αντιγραφή. Παρέχει όμως πολύ χρήσιμα συμπεράσματα και με αυτό τον τρόπο μπορεί να συμβάλει τόσο στο διάλογο όσο και στην εξεύρεση περισσότερο, αποτελεσματικών λύσεων.
Η περιφερειοποίηση ως σύγχρονη τάση οργάνωσης του κράτους
Ο ενισχυμένος ρόλος των περιφερειών
Ο δείκτης Regional Authority Index (RAI) αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο για την συγκριτική αξιολόγηση της αποκέντρωσης, σε επίπεδο περιφερειών, που μπορεί να εφαρμοστεί σε μεγάλο αριθμό χωρών. Αυτός ο δείκτης είναι μια ολοκληρωμένη προσπάθεια μέτρησης του πραγματικού βαθμού εξουσίας των περιφερειών, πέρα από τους δημοσιονομικούς δείκτες. Ο RAI συντίθεται από δύο πυλώνες: την περιφερειακή αυτονομία και τις «κοινές πολιτικές», κάθε ένας εκ των οποίων επηρεάζεται από πέντε διαφορετικές μεταβλητές.
Ο πυλώνας της αυτονομίας περιγράφει το βαθμό στον οποίο μια περιφερειακή κυβέρνηση είναι αυτόνομη και όχι αποσυγκεντρωμένη (θεσμικό βάθος), το φάσμα των πολιτικών για τις οποίες μια περιφερειακή κυβέρνηση είναι υπεύθυνη (πεδίο πολιτικής), το βαθμό της φορολογικής ελευθερίας της περιφέρειας (φορολογική αυτονομία), την ευχέρεια που διαθέτει η περιφερειακή αρχή για δανεισμό (αυτονομία δανεισμού) και τη δυνατότητα η περιφέρεια να έχει ανεξάρτητο νομοθετικό και εκτελεστικό σώμα (εκπροσώπηση).
Οι κοινές πολιτικές μπορούν να ασκηθούν μέσω περιφερειακών εκπροσώπων σε ανώτερο τμήμα του εθνικού κοινοβουλίου και μέσω διακυβερνητικών συναντήσεων με εθνικές και άλλες περιφερειακές αρχές. Παρόμοια με την αυτονομία, οι κοινές πολιτικές των περιφερειών εμπεριέχουν:
- το βαθμό στον οποίο οι περιφερειακοί εκπρόσωποι συνδιαμορφώνουν την εθνική νομοθεσία (νομοθεσία),
- το βαθμό στον οποίο τα περιφερειακά στελέχη συνδιαμορφώνουν την εθνική νομοθεσία (εκτελεστικός έλεγχος),
- το βαθμό στον οποίο οι περιφερειακοί εκπρόσωποι καθορίζουν τη διανομή των εθνικών φορολογικών εσόδων (δημοσιονομικός έλεγχος),
- το βαθμό στον οποίο μια περιφερειακή κυβέρνηση συνδιαμορφώνει τους περιορισμούς στο δημόσιο δανεισμό για όλες τις βαθμίδες της δημόσιας διοίκησης (έλεγχος δανεισμού) και
- το βαθμό στον οποίο η περιφερειακή εκπροσώπηση συνδιαμορφώνει τη συνταγματική αλλαγή.
Στο παρακάτω διάγραμμα παρουσιάζεται η μέση βαθμολογία του δείκτη RAI, για τις αμερικανικές, ασιατικές και ευρωπαϊκές χώρες από το 1950. Μια εντυπωσιακή παρατήρηση είναι η σαφής τάση αύξησης της περιφερειακής εξουσίας στις τρεις ομάδες χωρών και αυτή η τάση είναι ιδιαίτερα αισθητή από το 1970 και μετά. Η μέση περιφερειακή αρχή ήταν κατά 55% υψηλότερη το 2010 από ό,τι το 1950. Από τις 81 χώρες που καλύπτονται από την RAI, οι 52 εμφάνισαν καθαρή αύξηση του βαθμού της περιφερειακής αρχής και μόνο εννέα παρουσίασαν καθαρή μείωση.
Ο αυξημένος ρόλος των Περιφερειών σε Ευρώπη, Αμερική και Ασία, μετά το 195
Πολλές χώρες δημιούργησαν νέες περιφέρειες, κυρίως στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης στο πλαίσιο της διεύρυνσης της ΕΕ. Άλλες έχουν ενισχύσει τις υφιστάμενες περιφέρειες όπως στις Σκανδιναβικές χώρες, την Γαλλία ή την Ιταλία με τις πρόσφατες ή τρέχουσες μεταρρυθμίσεις. Σε αρκετές χώρες της Βόρειας, Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, αρμοδιότητες όπως η τριτοβάθμια εκπαίδευση, η εξειδικευμένη υγειονομική περίθαλψη και οι περιφερειακές δημόσιες συγκοινωνίες, μεταφέρθηκαν από το επίπεδο των δημοτικών και των κεντρικών κυβερνήσεων σε ένα νεοσύστατο περιφερειακό επίπεδο. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες έχουν επίσης προχωρήσει προς την αντίθετη κατεύθυνση και έχουν μειώσει το ρόλο των περιφερειών. Παράδειγμα προς αυτή την κατεύθυνση αποτελεί η Δανία με τη μείωση των αρμοδιοτήτων που έχουν ανατεθεί στις περιφέρειες ή η Ουγγαρία με τις μεταρρυθμίσεις περιορισμού της αποκέντρωσης και επανασυγκέντρωσης.
Το κίνητρο για μεταρρυθμίσεις, με στόχο την αύξηση του ρόλου και του ειδικού βάρους των Περιφερειών, ποικίλλει μεταξύ των χωρών. Το μέγεθος της χώρας έχει σημασία. Οι μεγάλες χώρες τείνουν να έχουν περισσότερα ενδιάμεσα στρώματα μεταξύ Δήμων και Κεντρικής Κυβέρνησης. Ωστόσο, πολλές χώρες σχετικά μικρού μεγέθους, τις τελευταίες δεκαετίες, έχουν επίσης εισαγάγει ή ενισχύσει το περιφερειακό επίπεδο. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές αποσκοπούν σε μια αναβαθμισμένη διακυβέρνηση για τη δημιουργία οικονομιών κλίμακας στην παροχή δημόσιων υπηρεσιών, ιδιαίτερα στους τομείς της υγείας ή των δημόσιων μεταφορών. Οι περιφέρειες μπορούν επίσης να ανταποκριθούν καλύτερα στη διεύρυνση των λειτουργικών αγορών εργασίας. Οι μεγαλύτερες περιφέρειες αναμένεται να είναι πιο ανταγωνιστικές, λόγω του ότι διαθέτουν υψηλότερη κρίσιμη μάζα, περισσότερους πόρους για την εφαρμογή αποτελεσματικών στρατηγικών περιφερειακής ανάπτυξης και την ικανότητα να ενθαρρύνουν την εφαρμογή πιο ολοκληρωμένου χωροταξικού σχεδιασμού και να αξιοποιούν αποτελεσματικότερα περιφερειακά συγκριτικά πλεονεκτήματα. Αυτό οφείλεται στην ευκολότερη πρόσβαση στις τοπικές γνώσεις και τα τοπικά παραγωγικά συστήματα, σε σύγκριση με την εθνική κυβέρνηση ή τις κατακερματισμένες τοπικές κυβερνήσεις.
Σχεδόν όλες οι περιφέρειες διαδραματίζουν κάποιο ρόλο στο συντονισμό και τη διοίκηση της εκπαίδευσης (συχνά δευτεροβάθμιας), της υγειονομικής περίθαλψης (εξειδικευμένες και νοσοκομειακές), των κοινωνικών υπηρεσιών, των υποδομών και της οικονομικής ανάπτυξης, ωστόσο τα επίπεδα εξουσίας ποικίλλουν σε μεγάλο βαθμό. Τα ομόσπονδα κρατίδια στην Αυστραλία, το Κεμπέκ στον Καναδά και τα ελβετικά καντόνια, έχουν πλήρη αυτονομία πολιτικής και επίσης εξουσία που αφορά στη μετανάστευση, στην ιθαγένεια και την κατοικία.
Τα προβλήματα
Ορισμένες περιφέρειες εξαρτώνται πλήρως από το κέντρο, ή / και από τους δήμους τους για τη χρηματοδότηση τους, ενώ άλλες έχουν μεγαλύτερη φορολογική αυτονομία και επομένως εκτεταμένους ίδιους πόρους, καθώς και συνταγματικά προστατευόμενα ποσοστά των επιχορηγήσεων ή φόρων της κεντρικής κυβέρνησης. Το γεγονός ότι η δημοσιονομική αυτονομία και ο έλεγχος δεν ενισχύθηκαν με τον ίδιο ρυθμό, όπως οι άλλες διαστάσεις (π.χ. στο πεδίο πολιτικής), συνεπάγεται ότι οι περιφέρειες εξαρτώνται χρηματοδοτικά, σε μεγάλο βαθμό, από την εθνική κυβέρνηση. Αυτό μπορεί να περιορίσει την αυτονομία τους, ιδιαίτερα όταν οι επιχορηγήσεις της κεντρικής κυβέρνησης είναι ειδικές επιχορηγήσεις. Οι περιφέρειες με πλήρη έλεγχο των φορολογικών εσοδών τους εντοπίζονται στον Καναδά, στα ελβετικά καντόνια και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Υπενθυμίζεται ότι στη χώρα μας ο βασικός χρηματοδοτικός πόρος των περιφερειών είναι οι ΚΑΠ.
Σε ένα σύστημα τριών επιπέδων, όπως στη Γαλλία, στην Ιταλία, στην Πολωνία και την Ισπανία, η κατανομή μπορεί να είναι περίπλοκη, μερικές φορές να έχει ως αποτέλεσμα αλληλεπικαλύψεις και προκλήσεις συντονισμού. Ωστόσο, τις τελευταίες δεκαετίες, στην πλειονότητα των χωρών αυτών εξουσίες και αρμοδιότητες έχουν μεταφερθεί υπέρ των περιφερειών, οι οποίες έχουν αποκτήσει μεγαλύτερη σημασία.
Για ο λόγο αυτό σημαντικό πρόβλημα θεωρείται η αύξηση της ανάγκης για συντονισμό μεταξύ των κυβερνητικών βαθμίδων και της ανάγκης για αποσαφήνιση των αρμοδιοτήτων, προκειμένου να αποφευχθεί η επικάλυψη.
Είναι πολύ πιθανό ότι οι τάσεις περιφερειοποίησης θα συνεχίσουν να σημειώνουν πρόοδο τις επόμενες δεκαετίες. Ωστόσο, στο σημερινό πλαίσιο, του δημοκρατικού ελλείμματος, υπάρχει επίσης έκκληση για ισχυρότερους δήμους, που είναι η πλησιέστερη προς τον πολίτη εξουσία. Επομένως, τα ζητήματα οικονομιών κλίμακας θα πρέπει να εξισορροπούνται με τη λογοδοσία και τη δημοκρατική συμμετοχή.
Τέλος, ένα ακόμη πρόβλημα που θα μπορούσε να προκύψει, από τον ενισχυμένο ρόλο των περιφερειών, είναι η τάση για ασύμμετρη αποκέντρωση, όπως τονίστηκε σε προηγούμενο άρθρο, που θα μπορούσε να διευρύνει τις περιφερειακές ανισότητες, ακόμα και στο επίπεδο της παροχής των αρμοδιοτήτων τους.
Η διαρκώς αυξανόμενη ισχύς των μητροπολιτικών περιοχών
Ο ενισχυμένος ρόλος των περιφερειών
Όλο και περισσότερο ο έλεγχος της παραγωγής είναι συχνά αποσυνδεδεμένος από το χώρο της παραγωγής. Δεν είναι μόνο οι μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις και τα διεθνή οικονομικά κέντρα που δρουν σε παγκόσμια κλίμακα. Σημαντικά επιστημονικά, πολιτιστικά και τουριστικά κέντρα εστιάζουν την προσοχή τους και τις δραστηριότητες τους σε μία διεθνή, συχνά ακόμη και σε παγκόσμια, κλίμακα.
Όλες αυτές οι διαδικασίες διοργανώνονται και ενσωματώνονται σε παγκόσμια δίκτυα. Οι μητροπόλεις και οι μητροπολιτικές περιοχές αποτελούν κόμβους στο εσωτερικό αυτών των δικτύων και είναι κεντρικής σημασίας, στο πλαίσιο των διεθνών σχέσεων.
Με την επιτάχυνση της αστικοποίησης έχει ενισχυθεί το βάρος των μεγάλων πόλεων ή μητροπολιτικών περιοχών. Η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων των χωρών – μελών του ΟΟΣΑ ζει σε αστικές κυρίως περιοχές. Οι περισσότερες μητροπολιτικές περιφέρειες έχουν υψηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ από ό,τι ο μέσος εθνικός όρος και ένα υψηλότερο επίπεδο παραγωγικότητας της εργασίας, ενώ παράλληλα, πολλές από αυτές έχουν την τάση να επιτυγχάνουν ταχύτερους ρυθμούς ανάπτυξης από ό, τι συνολικά οι χώρες τους.
Μητροπολιτικές αρχές που δημιουργήθηκαν ή μεταρρυθμίστηκαν στα κράτη μέλη του ΟΟΣΑ, ανά δεκαετία.
Οι πρωτεύουσες με ειδικό καθεστώς αυτονομίας ξεκίνησαν στα μέσα του 20ου αιώνα. Υπάρχουν 26 μητροπολιτικές περιοχές που υποδεικνύουν ότι αυτός ο τύπος διακυβέρνησης είναι ένα σχετικά πρόσφατο φαινόμενο. Η γενική τάση στις περιφερειακές αρχές δείχνει σημαντική αύξηση από τη δεκαετία του ’70 και μετά. Οι περισσότερες μητροπολιτικές περιοχές δημιουργήθηκαν στη δεκαετία του 1990 και του 2000. Ο αριθμός των μητροπολιτικών αρχών διακυβέρνησης έχει αυξηθεί σημαντικά και έχει ανανεωθεί η δυναμική του αριθμού των μητροπολιτικών οργάνων διακυβέρνησης που δημιουργήθηκαν ή μεταρρυθμίστηκαν από τη δεκαετία του 1990. Χαρακτηριστικό της δυναμικής των μητροπολιτικών διακυβερνήσεων είναι ότι την τριετία 2011-2013 δημιουργήθηκαν, στα κράτη μέλη του ΟΟΣΑ, 15 νέες μητροπολιτικές αρχές.
Τα μεταρρυθμιστικά κίνητρα
Οι υπάρχουσες θεσμικές και οικονομικές ρυθμίσεις για τις μητροπολιτικές περιοχές είναι ξεπερασμένες και ακατάλληλες για τις τρέχουσες και μελλοντικές ανάγκες. Η νέα μητροπολιτική διακυβέρνηση περιλαμβάνει τις απαντήσεις που είναι απαραίτητες, για την ενίσχυση του στρατηγικού δυναμικού σχεδιασμού και ευελιξίας, σε μητροπολιτικό επίπεδο.
Κατά τη διαδικασία της επαναξιολόγησης των ρόλων και ευθυνών εντός της δημόσιας διοίκησης, γίνεται ολοένα και πιο σαφές ότι η ανταγωνιστικότητα και η ποιότητα ζωής δεν είναι δύο αντίθετοι στόχοι, αλλά οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Η καλύτερη μητροπολιτική διακυβέρνηση είναι κεντρικής σημασίας για την επίτευξη αυτών των δύο στόχων.
Η βελτίωση της διακυβέρνησης σε επίπεδο μητροπολιτικών περιοχών μπορεί να συνδεθεί με τους εθνικούς στόχους, όπως επίσης και τους στόχους των τοπικών κοινοτήτων στις αστικές περιοχές, θέτοντας έτσι τα θεμέλια για πιο δημοκρατικές, δίκαιες και πολιτικά σταθερές κοινωνίες.
Τα τελευταία χρόνια, όλο και περισσότερες χώρες υιοθετούν διαφοροποιημένη διακυβέρνηση για τις μητροπολιτικές περιοχές. Οι μεταρρυθμίσεις, στη μητροπολιτική διακυβέρνηση, στοχεύουν στην αντιμετώπιση του προβλήματος του δημοτικού κατακερματισμού σε μεγάλες αστικές περιοχές. Η αποτελεσματική μητροπολιτική διακυβέρνηση έχει γίνει ένα καυτό θέμα σε πολλές χώρες. Τα διοικητικά σύνορα σε μητροπολιτικές περιοχές, που βασίζονται σε ιστορικά πρότυπα, δεν αντικατοπτρίζουν πλέον τις τρέχουσες ανθρώπινες δραστηριότητες ή τις οικονομικές και κοινωνικές λειτουργικές σχέσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η περιφέρεια Αττικής. Σημαντικό στοιχείο στη μητροπολιτική διακυβέρνηση είναι η ασυμμετρία των μητροπολιτικών περιοχών, σε σχέση με το γενικότερο θεσμικό, νομικό και οικονομικό καθεστώς των υπόλοιπων περιοχών. Έχουν εντοπιστεί έξι πρωτεύουσες- μητροπολιτικές περιοχές με δικό τους νομικό καθεστώς: Βρυξέλλες, Βουκουρέστι, Κοπεγχάγη, Ελσίνκι, Παρίσι και Πράγα. Για παράδειγμα, η Πράγα είναι τόσο δήμος όσο και περιφέρεια και σε αντίθεση με άλλες περιοχές που εξαρτώνται πλήρως από τις κρατικές επιχορηγήσεις, μπορεί να καθορίσει το φορολογικό συντελεστή ακίνητης περιουσίας. Ομοίως, το Βουκουρέστι είναι ένας δήμος με νομαρχιακά δικαιώματα που, πριν από το 1999, είχε μεγαλύτερη φορολογική και δανειοληπτική αυτονομία σε σύγκριση με άλλους νομούς, χάρη στο νομικό του καθεστώς ως δήμος. Επισημαίνεται ότι η δημοσιονομική ικανότητα και η δημοσιονομική αυτονομία των μητροπολιτικών διακυβερνήσεων είναι, κατά τεκμήριο, ιδιαίτερα περιορισμένη, γεγονός που τις καθιστά πιο εξαρτημένες από τις κρατικές επιχορηγήσεις. Το γεγονός αυτό αποτελεί ένα αρνητικό στοιχείο για τη αυτονομία τους όχι μόνο την οικονομική αλλά την πολιτική και τη θεσμική.
Οι αρμοδιότητες
Οι πρόσθετες αρμοδιότητες που παρέχονται στις μητροπολιτικές περιοχές συνδέονται συχνά με έργα υποδομής και σχεδιασμού, σε τομείς όπως οι δημόσιες συγκοινωνίες, το περιβάλλον και ο χωροταξικός σχεδιασμός, καθώς και οι υπηρεσίες που απευθύνονται στις τοπικές επιχειρήσεις. Οι περισσότερες μητροπολιτικές διακυβερνήσεις έχουν αρμοδιότητες σχετικά με τη βιομηχανική ανάπτυξη, τον περιβαλλοντικό σχεδιασμό, τη διαχείριση απορριμμάτων, τις δημόσιες μεταφορές, τον περιφερειακό χωροταξικό σχεδιασμό, την περιφερειακή οικονομική ανάπτυξη, την αναψυχή, τα περιφερειακά πάρκα, την προώθηση του τουρισμού, το σχεδιασμό της κυκλοφορίας, την κυκλοφορία και τη διαχείριση των υδατικών πόρων. Έχουν περιορισμένες αρμοδιότητες στην πολιτική πολιτιστικής εκπαίδευσης (π.χ. πολιτιστικές, αθλητικές και ψυχαγωγικές εγκαταστάσεις, διαδημοτικές βιβλιοθήκες, μουσεία και σχολικά κτίρια), ή / και την κοινωνική πολιτική (π.χ. νοσοκομεία, δημόσια υγεία, κοινωνική κατοικία ή κοινωνικές υπηρεσίες).
Τα προβλήματα
Η μητροπολιτική διακυβέρνηση θα πρέπει να αντιμετωπίσει και ορισμένους κινδύνους όπως:
- Παράλληλα με την ανάπτυξη των υπερεθνικών οργανισμών, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, νέες αρχές σε μητροπολιτικό επίπεδο προαναγγέλλουν μια αλλαγή στη δομή της εξουσίας στο εσωτερικό των χωρών και το ρόλο και τις αρμοδιότητες της κεντρικής κυβέρνησης. Υπάρχουν ήδη ενδείξεις ότι μητροπολιτικά και περιφερειακά όργανα, παρακάμπτοντας την κεντρική κυβέρνηση, παίζουν ρόλο σε διεθνές επίπεδο
- Νέοι θεσμοί στο μητροπολιτικό επίπεδο μπορεί να έρχονται σε σύγκρουση, να υπονομεύουν, ή να οδηγήσουν στην αποδυνάμωση των ήδη υφιστάμενων θεσμικών επιπέδων, όπως οι περιφέρειες και οι δήμοι. Η εμφάνιση των μητροπολιτικών κυβερνήσεων, ως πολιτική δύναμη, θέτει το ζήτημα της φωνής των πρωτοβάθμιων ΟΤΑ σε εθνικά θέματα (π.χ., Περιφερειακές Ενώσεις των Δήμων, ΚΕΔΕ).
- Δεν είναι εύκολο να συμβιβαστούν οι στόχοι σε μητροπολιτικό επίπεδο, με την τοπική δημοκρατία και την ταυτότητα της γειτονιάς. Ενοποίηση και συγχώνευση των αστικών δήμων, που προτείνονται από τις κεντρικές κυβερνήσεις συχνά συναντούν αντίσταση από τους τοπικούς πολιτικούς και τους κατοίκους και μπορεί να αποτύχουν αν δεν υπάρχει πολιτική νομιμοποίηση.
- Η μητροπολιτική κυβέρνηση συνεπάγεται την εισαγωγή νέων φορέων και απαιτεί την προσαρμογή της διακυβέρνησης σε διεργασίες και αλλαγή της νοοτροπίας του δημοσίου τομέα, για την επίτευξη πολιτικής συναίνεσης επί συγκεκριμένων θεμάτων, σε ένα περιβάλλον που είναι πολιτικά και κοινωνικά κατακερματισμένο.
- Βελτίωση της μητροπολιτικής διακυβέρνησης θα απαιτήσει πιο πολυ-τομεακές συνεργασίες με τον ιδιωτικό τομέα, θέτοντας ερωτήματα της λογοδοσίας και της οικονομικής αποδοτικότητας όπως και για το σύνολο της διαδικασίας λήψης αποφάσεων.
Η Περιφέρεια Αττικής στο διεθνές της περιβάλλον
Όπως παρατηρήσαμε οι μητροπολιτικές περιφέρειες αποτελούν την ατμομηχανή της ανάπτυξης. Τα αποτελέσματα, της τελευταίας τριετίας, με επίσημα στατιστικά στοιχεία της Eurostat, από τη σύγκριση της Περιφέρειας Αττικής με το μέσο Ευρωπαϊκό όρο δυστυχώς είναι αρνητικά και αναμενόμενα, λόγω του φαύλου κύκλου της ύφεσης που περιήλθε η χώρα μας. Σε αυτή την περίπτωση είναι πολύ σημαντικό να συγκρίνουμε τις επιδόσεις της Περιφέρειας Αττικής, με τις αντίστοιχες επιδόσεις των δύο μητροπολιτικών περιοχών, Νότιων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που αντιμετώπισαν με ιδιαίτερη σφοδρότητα τις συνέπειες της κρίσης.
Το παρακάτω γράφημα περιγράφει την δυσχέρεια της Περιφέρειας Αττικής να εκπληρώσει τον αναπτυξιακό της ρόλο σε μία τόσο κρίσιμη, για τη χώρα και την οικονομία συγκυρία, αλλά και τις προοπτικές που υπάρχουν με τη εφαρμογή μίας αναπτυξιακής περιφερειακής πολιτικής.
Οι μητροπολιτικές περιφέρειες παρουσιάζουν μεγαλύτερη δυναμικότητα οικονομικής μεγέθυνσης από ότι η υπόλοιπη οικονομία. Υπολογίζεται ότι ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ στις μητροπολιτικές περιφέρειες είναι κατά 14% μεγαλύτερος του αντίστοιχου εθνικού μέσου όρου. Η δυναμική αυτή είναι πολύ ενδιαφέρουσα ιδιαίτερα σε μία χώρα που υπέστη τις συνέπειες μίας βαθιάς κρίσης. Η ανάπτυξη στο επίπεδο της Περιφέρειας Αττικής θα μπορούσε να αποτελέσει σοβαρό ανάχωμα στην κρίση και εφαλτήριο για την ανάκαμψη της Ελληνικής Οικονομίας.
Η Περιφέρεια Αττικής δεν βοήθησε στο ξεπέρασμα της κρίσης με τη δυναμική της. Την τριετία 2014-2016 η μείωση του ΑΕΠ σε εθνικό επίπεδο, ανήλθε στο 2%. Την ίδια περίοδο το περιφερειακό ΑΕΠ της Αττικής μειώθηκε κατά 3%. Η Αττική παρουσίασε διπλάσια μείωση ΑΕΠ, από μη μητροπολιτικές περιφέρειες όπως η Κρήτη, η Θεσσαλία και η Πελοπόννησος.
Η ανάπτυξη σχετίζεται άμεσα με την καινοτομία και τις, υψηλής τεχνογνωσίας, επιχειρήσεις. Στο παρακάτω γράφημα παρουσιάζεται η μεταβολή στην απασχόληση σε επιχειρήσεις εντάσεων υψηλής τεχνογνωσίας στις μητροπολιτικές περιοχές Αττικής, Μαδρίτης και Λισαβόνας, όπως επίσης και ο μέσος ευρωπαϊκός όρος.
Παρατηρείται ότι οι επιδόσεις της Περιφέρειας Αττικής, τη συγκεκριμένη περίοδο, όχι μόνο δεν συμβάλλουν στην άμβλυνση των ανισοτήτων, όπως στην περίπτωση της Μαδρίτης και της Λισαβόνας, αλλά διευρύνουν την απόσταση από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο και τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας. Σημειώνεται ότι σε απόλυτο αριθμό απασχολουμένων, σε επιχειρήσεις υψηλής τεχνογνωσίας, η Μαδρίτη έχει υπερδιπλάσιο από αυτό της Αττικής. Μια πολιτική που θα καθιστούσε ελκυστική την Περιφέρεια Αττικής, σε επιχειρήσεις νοικοκυριά και εργαζόμενους υψηλής εξειδίκευσης, θα δημιουργούσε μεγάλη προστιθέμενη αξία, απασχόληση και θα λειτουργούσε ως αναπτυξιακό εφαλτήριο.
Η περιορισμένη ανάπτυξη δεν έχει μόνο οικονομικές επιπτώσεις αλλά και κοινωνικές.
Η έλλειψη, αναπτυξιακών πολιτικών, που θα τόνιζαν την ελκυστικότητα της Περιφέρειας Αττικής, αντικατοπτρίζεται στις δημογραφικές της απώλειες, όπως περιγράφεται στο παραπάνω γράφημα.
Ένα άλλο σημαντικό δεδομένο της περιόδου 2014- 2017 είναι ότι το ποσοστό του πληθυσμού της Αττικής που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού ανέρχεται σταθερά σε πάνω από 31%, όταν το αντίστοιχο ποσοστό για τη μητροπολιτική περιοχή της Μαδρίτης, που υπάρχουν στοιχεία την ίδια περίοδο, κυμαίνεται στο 20%.
Η σύγκριση της Ελληνικής πραγματικότητας με την Ευρωπαϊκή δεν παρουσιάζει μόνο μία μεγάλη απόκλιση, αλλά εμπεριέχει και τις δυνατότητες ανάπτυξης, που υποεκτιμούνται στη χώρα μας. Για το λόγο αυτό το επόμενο άρθρο θα είναι αφιερωμένο στην προσπάθεια να ενταχθεί συνολικά, η ελληνική Τοπική Αυτοδιοίκηση στο Ευρωπαϊκό της περιβάλλον.
Για περισσότερα:
- 2019. OECD. Making Decentralisation Work. A Handbook for Policy Makers. Paris
- 2019. Eurostat Regional Yearbook. Luxembourg
- 2018. OECD. Regions and Cities at a Glance. Paris