Της Κατερίνας Μήτσου
Σε προηγούμενα άρθρα αναφερθήκαμε συνοπτικά στα case studies 2 μητροπολιτικών περιοχών, του Μιλάνο (μητροπολιτική περιοχή με έντονη εξειδίκευση) και της Κωνσταντινούπολης, (μητροπολιτική περιοχή με διευρυμένη λειτουργική περιοχή). Στόχος ήταν να παρουσιάσουμε τις ιδιότητες εκείνες που τις χαρακτηρίζουν ως μητροπολιτικές περιοχές, αλλά και τον τρόπο που οι ίδιες οι περιοχές έχουν καταφέρει να πρωταγωνιστήσουν στον ανταγωνιστικό παγκόσμιο χάρτη, αντιμετωπίζοντας τα προβλήματα που αφορούν στον τρόπο και τη μορφή διακυβέρνησης που έχουν επιλέξει. Οι συγκεκριμένες περιοχές επιλέχθηκαν με βάση τη γεωγραφική τους θέση, καθώς αποτελούν τους εν δυνάμει σημαντικότερους ανταγωνιστές των μητροπολιτικών περιοχών της Ελλάδας, αλλά και για τα ιδιαίτερα εκείνα χαρακτηριστικά τους, που τις προσδιορίζουν ως μητροπολιτικές περιοχές.
Στο τελευταίο άρθρο του μικρού αυτού αφιερώματος, για τη διαχείριση των μητροπολιτικών περιοχών, θα αναφερθούμε στην ελληνική πραγματικότητα, παρουσιάζοντας κάποια συμπεράσματα, όπως προκύπτουν από τη μελέτη των 2 case studies, αλλά και κάποιες προτάσεις, σύμφωνα πάντα κατά τη γνώμη της συγγραφέα, που θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη στη συζήτηση για τη δημιουργία ανταγωνιστικών μητροπολιτικών περιοχών στην Ελλάδα.
Από την παρουσίαση των παραδειγμάτων μητροπολιτικών περιοχών, καταλήγουμε στα παρακάτω συμπεράσματα. Οι μητροπολιτικές περιοχές, και στις δύο περιπτώσεις δεν αποτελούν τις διοικητικές πρωτεύουσες των χωρών στις οποίες ανήκουν, αλλά αντίθετα καταλαμβάνουν τη θέση της οικονομικής πρωτεύουσας, κατέχοντας κάθε φορά πρωταγωνιστικό ρόλο στους τομείς της ανάπτυξης και της ανταγωνιστικότητας. Και στις δύο περιπτώσεις, τα βασικά χαρακτηριστικά που τις τοποθετούν στο κέντρο των εξελίξεων δεν είναι το πληθυσμιακό τους μέγεθος, αλλά η διευρυμένη λειτουργική περιοχή και η διεθνοποιημένη οικονομία, (στην περίπτωση της Κωνσταντινούπολης) και το ισχυρό παραγωγικό πλαίσιο, η καινοτομία και η παροχή ενός υψηλού βιοτικού επιπέδου, (στην Περίπτωση του Μιλάνο). Τέλος, δύο χαρακτηριστικά που εμφανίζονται ως κοινά στα παραδείγματα είναι ο μεγάλος αριθμός ΜΜΕ που απαρτίζει τον παραγωγικό τους ιστό, όπως επίσης και το μεγάλο ποσοστό που εμφανίζει ο κλάδος της μεταποίησης, στο εθνικό ΑΕΠ.
Ακόμη και μέσα στις περιόδους της χρηματοοικονομικής κρίσης, όταν οι επιδόσεις τους περιορίστηκαν, οι μητροπολιτικές περιοχές διατήρησαν την πρωταγωνιστική τους θέση εστιάζοντας τις μεταρρυθμιστικές τους προσπάθειες στα συγκριτικά τους πλεονεκτήματα. Οι προσπάθειες αυτές συνδυάστηκαν με στοχευμένες μεταρρυθμίσεις, όσον αφορά στο μοντέλο διακυβέρνησης τους, που διαμορφώθηκε κάθε φορά ανάλογα με τις ανάγκες και τις προκλήσεις που καλούνταν να αντιμετωπίσουν. Η ευελιξία τους και η ανάπτυξη ουσιαστικών παράλληλων συνεργασιών, ανάμεσα σε όλες τις μορφές διαβαθμιδικής διακυβέρνησης συντέλεσαν, ώστε να επιτευχθεί καλύτερος συντονισμός στις δράσεις των δήμων της εκάστοτε μητροπολιτικής περιοχής, αλλά και με την Κεντρική Κυβέρνηση.
Επιστρέφοντας στην ελληνική πραγματικότητα διαφαίνονται οι λόγοι για τους οποίους, οι προτεινόμενες από τον «Καλλικράτη» μητροπολιτικές περιοχές δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του παγκόσμιου ανταγωνιστικού περιβάλλοντος, χωρίς τις κατάλληλες μεταρρυθμίσεις. Με την Κωνσταντινούπολη να δεσπόζει στην ευρύτερη περιοχή και το Μιλάνο στον αντίποδά της, η μητροπολιτική ενότητα της Θεσσαλονίκης, ακόμη και αν αγνοήσουμε την περιορισμένη της λειτουργική περιοχή, τα προβλήματα διασύνδεσης, την έλλειψη υποδομών, την σχεδόν απούσα περιβαλλοντική διαχείριση και τα οξυνόμενα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα, που ενισχύθηκαν και με το πρόσφατο μεταναστευτικό κίνημα, δε φαίνεται να παρουσιάζει περιθώρια ανταγωνισμού. Μέχρι σήμερα, οι όποιες μικρές καινοτομίες έχουν παρουσιαστεί στην περιοχή είναι αποσπασματικές και για το λόγο αυτό δεν μπορούν να διαχυθούν αποτελεσματικά στις επιχειρήσεις και την κοινωνία, ενώ παράλληλα στερούνται υποστήριξης από ένα συνεκτικό ερευνητικό πλαίσιο. Ουσιαστικά, η Θεσσαλονίκη απέχει παρασάγγας από τα πρότυπα μιας μητροπολιτικής περιοχής.
Η μοναδική ίσως πιθανότητα να αλλάξει αυτό είναι να παραμεριστούν οι τοπικιστικές πιέσεις, που επηρεάζουν τις πολιτικές αποφάσεις, ώστε να διαμορφωθεί ένα πλαίσιο ουσιαστικής συνεργασίας με την πόλη της Σόφιας, στα πρότυπα της μητροπολιτικής περιφέρειας Βιέννης – Μπρατισλάβας[1]. Με τον τρόπο αυτό θα επιτευχθεί η δημιουργία μιας διευρυμένης λειτουργικής περιοχής, που θα ενισχυθεί και από τη βιομηχανική και εμπορική ζώνη της Σόφιας, ανοίγοντας δρόμους στις αγορές της Κεντρικής Ευρώπης. Αξιοποιώντας τη δυναμική αυτή και παρέχοντας κίνητρα στις ιδιωτικές επιχειρήσεις που ήδη λειτουργούν ή επιθυμούν να δραστηριοποιηθούν στη συγκεκριμένη περιοχή, το αποτέλεσμα μπορεί δυνητικά να είναι μία μητροπολιτική περιοχή, ικανή να ανταγωνιστεί τους άλλους γείτονες – παίχτες.
Η κατάσταση και για τη μητροπολιτική περιφέρεια της Αττικής δεν είναι καλύτερη. Μολονότι έχει μια πιο διευρυμένη λειτουργική περιοχή και συνολικά καλύτερες υποδομές και διασύνδεση, καλείται ωστόσο να αντιμετωπίσει τον περιορισμένο της παραγωγικό ιστό και την ανυπαρξία αστικών πυρήνων, εντός των ορίων της, ικανών να ξεχωρίσουν ως κέντρα εξειδίκευσης, καινοτομίας και ανταγωνιστικότητας. Μία πρόταση προς την κατεύθυνση της δημιουργίας μιας ανταγωνιστικής μητροπολιτικής περιοχής θα ήταν η διεύρυνση των διοικητικών ορίων της μητροπολιτικής περιοχής στη βιομηχανική ζώνη των Οινοφύτων, αλλά και την περιοχή της Κορίνθου, που είναι άλλωστε εύκολα προσβάσιμη, τόσο με το νέο οδικό δίκτυο, όσο και με τον προαστιακό σιδηρόδρομο. Η λειτουργική αυτή περιοχή μπορεί να καταστήσει τη μητροπολιτική περιφέρεια της Αττικής ως κόμβο logistics και να συντελέσει στην ενίσχυση του παραγωγικού της ιστού, με την προσθήκη των 2 αυτών βιομηχανικών ζωνών. Παράλληλα, η δημιουργία ενός πλαισίου συνεργασίας με τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα της Αττικής, της Πελοποννήσου, αλλά και της Στερεάς Ελλάδας, όπως επίσης και με τις επιχειρήσεις που εδρεύουν στα όριά τους, μπορεί να λειτουργήσει ως εφαλτήριο παραγωγής και διάχυσης τεχνογνωσίας και καινοτομίας. Βασική προτεραιότητα είναι να αξιοποιηθεί πλήρως το ανθρώπινο δυναμικό της περιοχής, με κίνητρα για τις επιχειρήσεις, αλλά και τα ερευνητικά κέντρα που θα καταστήσουν την μητροπολιτική περιφέρεια πόλο έλξης για νέες επιχειρηματικές δραστηριότητες.
Δυστυχώς, οι ελληνικές αρχές, τοπικές, περιφερειακές και πολύ περισσότερο οι κεντρικές, φαίνεται να στερούνται την ευελιξία αυτή που θα τους επιτρέψει να διαμορφώσουν στρατηγικές και πολιτικές ικανές να αναδείξουν τα στρατηγικά τους πλεονεκτήματα, ώστε να γίνουν περισσότερο ανταγωνιστικές, πολύ πριν μπορούν να θεωρηθούν ως μητροπόλεις. Ακόμη και αν αυτά τα ζητήματα ξεπεραστούν με κάποιο τρόπο, η πολιτική ηγεσία θα πρέπει να δείξει ισχυρή πολιτική θέληση, απαντώντας σε μία σειρά διλημμάτων, που αφορούν στη διαμόρφωση συγκεκριμένου στρατηγικού οράματος, αλλά και ττην ανάπτυξη εργαλείων ουσιαστικής διαβαθμιδικής συνεργασίας, ανάμεσα σε άλλα.
Οι απαντήσεις θα κρίνουν τελικά αν η Ελλάδα μπορεί να ξεπεράσει το συγκεντρωτισμό της και την έλλειψη ουσιαστικού σχεδιασμού, προς την κατεύθυνση αν όχι μητροπολιτικών περιοχών, τουλάχιστον ανταγωνιστικών αστικών πυρήνων. Θα προσδιορίσει επίσης αν το ζήτημα των μητροπολιτικών περιοχών είναι ουσιαστικά χαμένο ή αν έχουμε ακόμη, σαν χώρα, το περιθώριο να ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις του ανταγωνιστικού διεθνούς περιβάλλοντος.
[1] Ο διεθνής ανταγωνισμός έχει ευνοήσει το σχηματισμό διασυνοριακών συνεργασιών στην Ευρώπη, όπως είναι το παράδειγμα της μητροπολιτικής περιοχής Βιέννης – Μπρατισλάβας. Στόχος είναι η δημιουργία μιας μητροπολιτικής περιοχής με καίρια γεωγραφική θέση και δυναμική, αξιοποιώντας τα συγκριτικά πλεονεκτήματα των αστικών περιοχών, που αλληλοσυμπληρώνονται μέσω της συνεργασίας τους.