O επίτροπος Δημήτρης Αβραμόπουλος, αρμόδιος για θέματα Μετανάστευσης και Εσωτερικών Υποθέσεων απάντησε σε ερωτήματα που κατέθεσε ο ευρωβουλευτής Νίκος Ανδρουλάκης για το Πρόγραμμα Μετεγκατάστασης, τις Επιστροφές βάσει του Κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ και τα χρήματα που λαμβάνει η χώρα μας για την αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης
Σύμφωνα με όσα είπε ο κ. Αβραμόπυλος:
«Δυνάμει των αποφάσεων του Συμβουλίου ήταν να μετεγκατασταθούν από την Ελλάδα κατ’ ανώτατο όριο 66.400 αιτούντες άσυλο.»
Ωστόσο, η Ελλάδα κατέγραψε «27.457 αιτούντες άσυλο ως δυνητικά επιλέξιμους για μετεγκατάσταση. Σε σχέση με αυτούς, η ελληνική Υπηρεσία Ασύλου υπέβαλε 24.102 αιτήματα μετεγκατάστασης σε κράτη μέλη, εκ των οποίων έγιναν δεκτά 22.735». Ο Επίτροπος σημειώνει επίσης στην απάντησή του ότι, μέχρι «την 30ή Νοεμβρίου 2017 εκκρεμούν σε πρώτο βαθμό περίπου 35.299 αιτήσεις ασύλου».
Κατά την ερώτηση του ευρωβουλευτή Νίκου Ανδρουλάκη «Πάνω από 50.000 αιτούντες άσυλο εκ των οποίων οι 11.000 στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου βρίσκονται στη χώρα μας. Η συμφωνία με την Τουρκία δεν έχει τα αναμενόμενα αποτελέσματα στις επιστροφές.
Η κυβέρνηση αντί να προσπαθεί να ωραιοποιεί την κατάσταση πρέπει να παρουσιάσει ένα συγκεκριμένο μακροπρόθεσμο σχεδιασμό. Είναι απαραίτητο να ολοκληρωθούν άμεσα οι διαπραγματεύσεις στο Συμβούλιο για την αναθεώρηση του Κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ και να καταργηθεί το κριτήριο της πρώτης χώρας εισόδου. Η θέση του Κοινοβουλίου αποτελεί μία πολύ καλή βάση την οποία πρέπει να εκμεταλλευθούμε».
Ο κ. Αβραμόπουλος απάντησε και σχετικά με την μη αξιοποίηση της ευρωπαϊκής χρηματοδότησης από τη χώρα μας, όπως είχε διατυπωθεί από τον αντιπρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ. Τίμμερμανς κατά την επίσκεψή του στην Ελλάδα,.
Συγκεκριμένα στην απάντησή του ο επίτροπος επεσήμανε ότι η Επιτροπή παρείχε υποστήριξη στην Ελλάδα για την αντιμετώπιση των καθυστερήσεων που παρατηρήθηκαν, και ένα από τα μέτρα, είπε είναι:
«η μεταβίβαση της αρμοδιότητας για τη συνολική διαχείριση των εθνικών προγραμμάτων στο Υπουργείο Οικονομίας και η αναθεώρηση των προγραμμάτων ώστε να καλύπτονται καλύτερα οι πιο πιεστικές ανάγκες». Όπως υπογράμμισε o κ. Αβραμλοπουλος , η Επιτροπή αναμένει ότι οι «εν λόγω βελτιώσεις θα αντικατοπτριστούν σε σημαντικά υψηλότερο επίπεδο δαπανών, όταν η Ελλάδα θα υποβάλει τους επόμενους λογαριασμούς της, τον Φεβρουάριο του 2018»
Bάσει των περσινών στοιχείων, αναφέρθηκαν πληρωμές συνολικά 43,9 εκατομμυρίων ευρώ.