Παράνομες επαναπροωθήσεις προσφύγων στον Έβρο, οι οποίες παραβιάζουν το διεθνές και ελληνικό δίκαιο, αναφέρει το Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες, και καλεί τις ελληνικές αρχές να εξετάσουν ενδελεχώς και με ανεξάρτητη δικαστική διαδικασία τις αναφορές και τις καταγγελίες για αυτές που διαρκώς το συμβούλιο λαμβάνει με σταθερό και με αυξανόμενο ρυθμό .
Σύμφωνα με αυτές, άτομα χρήζοντα διεθνούς προστασίας, αιτούντες αλλά και αναγνωρισμένοι πρόσφυγες, αφού διέλθουν των συνόρων μέσω Έβρου, συλλαμβάνονται επί ελληνικού εδάφους, κρατούνται και οδηγούνται με αστυνομική συνοδεία στα σύνορα, όπου και επαναπροωθούνται στην Τουρκία.
Το Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες (EΣΠ) έχει στη διάθεσή του επαναλαμβανόμενες σχετικές καταγγελίες που καταδεικνύουν αυτή την πρακτική των επαναπροωθήσεων, η οποία παραβιάζει βασικές διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας, όπως
- το δικαίωμα μη επαναπροώθησης, όπως κατοχυρώνεται μεταξύ άλλων από τη Σύμβαση της Γενεύης (1951),
- το δικαίωμα πρόσβασης στο άσυλο, το οποίο ρητά προβλέπεται, μεταξύ άλλων από τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ,
- και την απόλυτη απαγόρευση της έκθεσης σε κίνδυνο βασανιστηρίων, απάνθρωπης και ταπεινωτικής μεταχείρισης οποιουδήποτε προσώπου βρίσκεται εντός της ελληνικής επικράτειας, ανεξαρτήτως του καθεστώτος παραμονής του, σύμφωνα με το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ.
Ηδη από τον Ιούνιο του 2017, ο Επίτροπος για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου του Συμβουλίου της Ευρώπης, με αφορμή αναφερόμενες επαναπροωθήσεις από τα χερσαία ελληνοτουρκικά σύνορα, είχε καλέσει τις ελληνικές αρχές να σταματήσουν τις επιχειρήσεις επαναπροώθησης και να τηρήσουν τις υποχρεώσεις τους με βάση τα ανθρώπινα δικαιώματα, ότι όλοι οι άνθρωποι που φτάνουν στην Ελλάδα μπορούν να ασκήσουν μέχρι τέλους το δικαίωμά τους να ζητήσουν και να απολαύσουν το δικαίωμα στο άσυλο. Αντίστοιχα, η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, είχε καλέσει τις ελληνικές αρχές να διερευνήσουν διεξοδικά α αναφερόμενα περιστατικά.
Το ΕΣΠ καλεί τις ελληνικές αρχές να εξετάσουν τις αναφορές αυτές με τρόπο ενδελεχή, και υπενθυμίζει ότι τόσο οι εν λόγω πρακτικές, εφόσον επιβεβαιωθούν, όσο και η αποτυχία αυτές να εξεταστούν αποτελεσματικά και στο πλαίσιο μιας ανεξάρτητης διαδικασίας, συνιστούν παραβίαση του εθνικού δικαίου και των διεθνών υποχρεώσεων της χώρας.